Να με θυμόσαστε – είπε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
Πάνω σε πέτρες και αγκάθια,
Για να σας φέρω ψωμί, νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος.
Μ’ ένα κρινάκι του αγρού, τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία θλίψη: Θα’ θελα ακόμη μια φορά
Με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω ένα ώριμο στάχυ.
Να σταθώ στο κατώφλι να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι
Με τα μπροστινά μου δόντια, θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον
Τον κόσμο που αφήνω, θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
Στο πάγχρυσο λιόγερμα.
Δέστε, στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα.
Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων να με θυμάστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου