Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2011
ΟΙΚΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ: ΓΕΝΝΗΜΑ - ΘΡΕΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΗΣΤΟΣΥΜΜΟΡΙΑΣ
Η οικονομική ολιγαρχία και οι διάφοροι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί τους έχουν αναγάγει σε θεματοφύλακες της αξιοπιστίας των καπιταλιστικών επενδύσεων.
Επειδή τις τελευταίες μέρες πολλά ακούγονται για τους λεγόμενους οίκους αξιολόγησης, το ρόλο που αυτοί παίζουν και τις κόντρες που φαίνεται να έχουν ξεσπάσει με εκπροσώπους της ΕΕ, καλό είναι να φρεσκάρουμε ορισμένα ζητήματα, που συνδέονται με την ύπαρξη αυτών των πολυεθνικών ληστών.
Οι οίκοι για τους οποίους γίνεται λόγος, είναι οι διεθνώς αναγνωρισμένες αμερικανικές πολυεθνικές, οι οποίες χάρη στις αποφάσεις και στις επιλογές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, χωρών, διαφόρων ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), αλλά και συνασπισμών χωρών, όπως η ΕΕ, αλλά και σε σύνδεση με τα διεθνικά μονοπώλια και τις κυβερνήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, έχουν καταφέρει να κυριαρχήσουν στον τομέα της έκδοσης εκθέσεων και πορισμάτων για το επίπεδο της πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων και κρατών. Στην ουσία μιλάμε για κυριολεκτικούς νταβατζήδες, που με τη δράση τους και χάριν του κέρδους μπορούν να ανοιγοκλείνουν μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, να λεηλατούν τις λαϊκές αποταμιεύσεις, αλλά και να οδηγούν χώρες ολόκληρες σε πτώχευση.
Οι τρεις αυτές εταιρείες είναι:..
- Η «Στάνταρ & Πουρς», που δημιουργήθηκε το 1941, από τη συγχώνευση δύο μικρότερων αμερικανικών εταιρειών
- Η «Μούντις», που λειτουργεί από το 1909 με έδρα τις ΗΠΑ
- Η «Φιτς», που ιδρύθηκε το 1913 και έχει έδρα τη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο.
Μαζί με αυτές υπάρχει και μία τέταρτη, η «Duft & Phelps», η οποία χάνει συνεχώς έδαφος.
Πελάτες των «οίκων αξιολόγησης» είναι αφενός οι ενδιαφερόμενοι να εκδώσουν κάποιο ομολογιακό δάνειο και αφετέρου εκείνοι που σχεδιάζουν να επενδύσουν σε ομολογιακούς τίτλους. Αρα, ακόμα και αν επίσημα δεν εμπλέκονται με συναλλαγές, στην ουσία λειτουργούν ως ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, οι οποίες αποκτούν δαιδαλώδη χαρακτηριστικά στις λεγόμενες δευτερογενείς αγορές. Με βάση τα στοιχεία του 2008, οι τρεις μεγάλοι οίκοι είχαν τζίρο 5,3 δισ. δολάρια, ενώ τα καθαρά τους κέρδη ξεπέρασαν τα 2 δισ. δολάρια.
Οι τρεις εταιρείες ελέγχουν το 95% της παγκόσμιας αγοράς παροχής πιστοποιητικών πιστοληπτικής ικανότητας. Αυτό συμβαίνει κύρια επειδή για τη διασφάλιση, δήθεν, των επενδυτών, για κάθε πράξη που αφορά στην αγοραπωλησία ομολόγων από ...θεσμικούς επενδυτές, όπως είναι τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες ή ασφαλιστικά ταμεία, απαιτείται να υπάρχει και το αντίστοιχο πιστοποιητικό, από οίκο αξιολόγησης. Με βάση στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύονται στον Τύπο, μόνο η «Μούντις» στο πελατολόγιό της φέρεται να έχει 170.000 επιχειρήσεις και 100 κράτη, πολλοί από τους οποίους εντελώς αναγκαστικά προσέφυγαν στις υπηρεσίες της. Με τον τρόπο όμως αυτό οι οίκοι στην ουσία όχι μόνο αξιολογούν, όχι μόνο αποκτούν ισχύ, αλλά στην πραγματικότητα τους παρέχεται η δύναμη να κατευθύνουν τις επενδυτικές επιλογές μεγάλων ομάδων επενδυτών.
Ορόσημο για την εξέλιξη του ρόλου που παίζουν οι «οίκοι αξιολόγησης» αποτελεί η συμφωνία «Βασιλεία ΙΙ», για το τραπεζικό σύστημα, που υπογράφτηκε το 2006. Σε μια προσπάθεια των μεγάλων πολυεθνικών τραπεζών να ορίσουν αυστηρότερους όρους για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, αποφασίστηκε η επιβολή νέων όρων και προϋποθέσεων για τις επενδύσεις που κάνουν οι τράπεζες, κύρια σε ό,τι αφορά στη λεγόμενη κεφαλαιακή τους επάρκεια. Πρόκειται για επιλογές που θα διευκόλυναν τις διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων τραπεζικών ιδρυμάτων και κύρια θα οδηγούσε στην απορρόφηση μικρότερων τραπεζών από τις μεγάλες.
Ενα από τα σημαντικότερα στοιχεία της συγκεκριμένης συμφωνίας ήταν ο συσχετισμός της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών με την αξιολόγηση - βαθμολογία των ομολόγων που κατέχουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Ανάλογα, δηλαδή, με την εκτίμηση που οι «οίκοι αξιολόγησης» έχουν για τα διάφορα ομόλογα, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν αντίστοιχα ίδια κεφάλαια. Ετσι, αν, για παράδειγμα, η βαθμολογία κάποιου ομολόγου είναι υψηλή και άρα δεν υπάρχει πιστωτικός κίνδυνος, η τράπεζα μπορεί να διαθέτει χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει σε περίπτωση που η αξιολόγηση είναι αρνητική. Μόνο που με αυτόν τον τρόπο δεν αναβαθμίζεται απλά ο ρόλος των «οίκων αξιολόγησης», αλλά η παρουσία τους γίνεται καταλυτική, ακόμα και για την ύπαρξη μιας τράπεζας.
Πάνω - κάτω, αντίστοιχος είναι ο ρόλος τους και όταν μιλάμε για το κρατικό χρέος και τα κρατικά ομόλογα διαφόρων κρατών. Για παράδειγμα, το Φλεβάρη του 2009 όταν οι «οίκοι αξιολόγησης» έδιναν υψηλή βαθμολογία στα ελληνικά ομόλογα, τα πενταετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου είχαν γίνει ανάρπαστα. Κι όχι μόνο αυτό. Τα διατηρούσαν σε υψηλά επίπεδα βαθμολογίας μέχρι και τα τέλη εκείνου του χρόνου, με αποτέλεσμα στη δευτερογενή αγορά να διακινούνται με τιμές 10-15% πάνω από την τιμή τους. Μετά τις καταγγελίες Παπανδρέου για τον «Τιτανικό» και άλλα παρόμοια, οι «οίκοι αξιολόγησης» βρήκαν ευκαιρία να «χτυπήσουν» τα ελληνικά ομόλογα, οδηγώντας μεν τις τιμές τους σε κατάρρευση, διευκολύνοντας όμως τους πελάτες τους να τα αγοράζουν πια σε πολύ χαμηλές τιμές, που στις μέρες μας είναι περί το 50% της τιμής τους.
Η πολύ πρόσφατη ιστορία των «οίκων αξιολόγησης» είναι συνδεδεμένη με απίστευτα σκάνδαλα δεκάδων δισεκατομμυρίων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είχαν αποτέλεσμα τις απώλειες αποταμιεύσεων για εκατομμύρια εργαζόμενους σε διάφορες χώρες. Η περίπτωση της κατάρρευσης της ενεργειακής «Enron» το 2002 είναι γνωστή. Πασίγνωστο είναι επίσης ότι μία μέρα πριν την οριστική πτώχευση της «Lehman Brothers», το 2008, που σηματοδότησε την επισημοποίηση της οικονομικής κρίσης, οι οίκοι πρότειναν στους πελάτες τους να αγοράζουν τις μετοχές της εταιρείας.
Δεκάδες είναι οι περιπτώσεις προσφυγών κατά των «οίκων αξιολόγησης», οι οποίοι όμως, χάρη στη δύναμη που τους έχουν προσφέρει η οικονομική ολιγαρχία και οι διάφοροι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, μένουν στο απυρόβλητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου