Powered By Blogger

Σελίδες

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Στη δημοσιότητα το πλήρες σχέδιο εισήγησης του Πατριωτικού Μετώπου για τη διαφθορά


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Στη δημοσιότητα το πλήρες σχέδιο εισήγησης του Πατριωτικού Μετώπου για τη διαφθορά. Κεντρικοί άξονες, η διάκριση εξουσιών, οι βαρύτατες ποινές κατά των διεφθαρμένων αιρετών ή διορισμένων δημόσιων λειτουργών και η συγκρότηση ειδικού σώματος κατά της......
διαφθοράς.

Δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα το πλήρες σχέδιο εισήγησης του Πατριωτικού Μετώπου για την πρόληψη και καταστολή της διαφθοράς. Στο σχέδιο αυτό που τελεί υπό διαμόρφωση, καλούνται και παρακαλούνται όλοι οι Έλληνες πολίτες να βοηθήσουν στην ολοκληρωμένη διαμόρφωσή του, υποβάλλοντας τις προτάσεις τους στην ηλεκτρονική διεύθυνση, pametopo@gmail.com. Να υπενθυμίσουμε πως στην τελική του μορφή, όπως φυσικά και των υπολοίπων προτάσεων του Πατριωτικού Μετώπου, θα εισαχθεί για έγκριση, στο 1ο Πανελλαδικό Συνέδριο του Κινήματος που θα γίνει το Φθινόπωρο.

Κεντρικοί άξονες της εισήγησης είναι, η διάκριση εξουσιών, οι βαρύτατες ποινές κατά των διεφθαρμένων αιρετών ή διορισμένων δημόσιων λειτουργών, νομοθετικές ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της δίωξής της καθώς και η συγκρότηση ειδικού σώματος κατά της διαφθοράς.

ΣΧΕΔΙΟ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
ΣΤΟ 1ο ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Ιούλιος 2010

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι μετρήσεις.

Η διαφθορά στην Ελλάδα, είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Πατρίδας μας. Σύμφωνα με τις αξιόπιστες μετρήσεις του ανεξάρτητου οργανισμού Transparency International, ο οποίος μας κατατάσσει στην 57η θέση, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω από χώρες όπως η Ιορδανία, η Κόστα Ρίκα, η Σλοβακία η Νότιος Αφρική και αρκετές ακόμη του χαρακτηριζόμενου ως Τρίτου ή Αναπτυσσόμενου κόσμου.
Η Ελλάδα ολίσθησε σε αυτή τη θέση από τη 49η που κατείχε το 2004. Βέβαια, να σημειώσουμε εδώ πως, ο δείκτης διαφθοράς για την Ελλάδα βελτιώθηκε από το 4.3 το 2004 στο 4.7 το 2008. Η βελτίωση αυτή όμως δεν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σημαντική, μια που χώρες κυρίως του πρώην ανατολικού μπλοκ όπως η Λετονία και η Σλοβακία, κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά τη διαφθορά κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια και μας ξεπέρασαν στη γενική κατάταξη.
Σε σχέση τώρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 98% των Ελλήνων εκτιμά ότι η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την κακή εικόνα της χώρας μας και την απαξίωσή της από τους ευρωπαϊκούς εταίρους.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., τη στιγμή που ο μέσος κοινοτικός όρος είναι 78%. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο – η δημοσκόπηση του οποίου διενεργήθηκε κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου σε όλες τις χώρες της Ευρώπης των 27 - το 96% των Ελλήνων και το 81% των πολιτών στην Ένωση θεωρούν ότι “υπάρχει διαφθορά στους τοπικούς θεσμούς στη χώρα τους”. Ακόμη, το 96% των Ελλήνων και το 81% των πολιτών στην Ε.Ε. θεωρούν ότι “υπάρχει διαφθορά στους περιφερειακούς θεσμούς στη χώρα τους”.
Τέλος, την πλήρη εικόνα της διαστρωμάτωσης, της «ποιότητας» αλλά και του όγκου των οικονομικών μεγεθών στις παράνομες συναλλαγές πολίτη-κράτους, μπορείτε να δείτε εδώ, στην σχετική έρευνα της Public Issue, η οποία έγινε το 2008.

Η ιστορία και τα γενεσιουργά αίτια της διαφθοράς.

Τα κόμματα
ΠΑΣΟΚ: Το κατ’ επίφαση «σοσιαλιστικό κόμμα» είναι το κυρίως υπεύθυνο για την κατάντια του πολιτικού λόγου, της ανακολουθίας, πολιτικού λόγου και έργων. Και σε μεγάλο βαθμό, της «ιδρυματοποίησης» πια της διαφθοράς στη κρατική μηχανή, τόσο στη κεντρική Διοίκηση όσο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και σε ολάκερο το κορμί της κοινωνίας μας. Με αποτέλεσμα η χώρα να θεωρείται διεθνώς πρωταθλητής στην διαφθορά.
Το φαινόμενο από σημειολογικής άποψης, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του από την εποχή του «σκανδάλου Κοσκωτά». Πέρα από την συγκάλυψη των ευθυνών, πολιτικών και ποινικών που προέκυψαν εκείνη την περίοδο, η σημαντικότερη παρενέργεια, που καθόρισε μάλιστα και την συνολική στάση της ελληνικής κοινωνίας μετά το εν λόγω σκάνδαλο, ήταν και η παγίωση μιας ολότελα στρεβλής άποψης, που σχεδόν θεσμοθετήθηκε από τότε. Σύμφωνα με την οποία μάλιστα, το να αποκτήσεις με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο το μέγιστο δυνατόν κεφάλαιο με τον ελάχιστο μάλιστα κόπο, είναι περίπου κάτι σαν «εθνικό καθήκον».
Το ΠΑΣΟΚ, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από τους αυτοαποκαλούμενους «εκσυγχρονιστές», εγκατέλειψε οριστικά κάθε σπέρμα κοινωνικής διάστασης της πολιτικής του, που είχε ως κληρονομιά από τους πιονέρους σοσιαλιστές του ΠΑΚ. Μετατράπηκε σε ένα καθαρά διαχειριστικό - λογιστικό μηχανισμό αποκατάστασης σχέσεων, τόσο με τα νέα οικονομικά τζάκια που αυτό δημιούργησε, όσο και με τους παραδοσιακούς μεταπράτες - επιχειρηματίες, της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Επαναδραστηριοπιώντας παράλληλα όλους εκείνους τους φοροεισπραχτικούς μηχανισμούς των συντηρητικών παρατάξεων που κυβέρνησαν την χώρα πριν από την δικτατορία των συνταγματαρχών. Και εξαφανίζοντας κάθε «σοσιαλιστική διάσταση» που είχε απομείνει στο κόμμα αυτό, στρέφοντας όλον τον μηχανισμό είσπραξης φόρων σε αυτό που το ΠΑΣΟΚ του ΄81 στήριξε σε πρώτη φάση: Τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τα αγροτικά νοικοκυριά. Στον κοινωνικό τομέα, πρωταγωνίστησε στην διάλυση των κοινωνικών κινημάτων που βγήκαν ενισχυμένα με την μεταπολίτευση. Μετέτρεψε τα συνδικάτα των εργαζομένων και των υπαλλήλων σε υποκαταστήματα του κόμματος, ενώ διέλυσε κυριολεκτικά το συνδικαλιστικό και το συνεταιριστικό κίνημα των αγροτών, με ανεπαρκή έως ιδιοτελή νομοθετικά εφευρήματα. Και στις δυο περιπτώσεις με γνώμονα την παλιά κακή μαρξογενή λογική: «Ότι είναι καλό για το κόμμα, είναι καλό και για το λαό». Και σύμφωνα με την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα αυτή λογική, «το να τα πάρουμε από τους κουτόφραγκους και να τα χρησιμοποιήσουμε για ίδιο όφελος και όχι την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, είναι σοσιαλιστική καθήκον».
Τέλος, με την επιλογή του να οδηγήσει τη χώρα στο ΔΝΤ και στην ΕΚΤ, αφού στην περίοδο κυβέρνησης Σημίτη, με πλασματικά στοιχεία τα οποία κατασκεύασε σε συνεργασία με τη γνωστή και μη εξαιρετέα Goldman Sacks για να ενταχθεί η χώρα στην ΟΝΕ, το μεταλλαγμένο νεοταξικό ΠΑΣΟΚ, έσπρωξε τη χώρα και τον λαό μας στο βαθύτερο πηγάδι της απόγνωσης.

Γιγαντώνοντας σε αυτήν την τελευταία φάση την «ιδιώτευση» του πολίτη, την πλήρη αποκοινωνικοποίηση της συμπεριφοράς του και την ώθησή του στο «να σώσει ο καθείς τον εαυτό του, είτε στέλνοντας τα χρήματα του στο εξωτερικό, είτε βολεύοντας ημέτερους με όποιον αθέμιτο μηχανισμό ο καθείς δύναται».
ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: Με μεταλλαγμένη πολιτική παρουσία ο συντηρητικός χώρος, δημιουργεί πολλαπλούς προβληματισμούς για την εν γένει στάση του, απέναντι στα ουσιαστικά προβλήματα της πατρίδας και της κοινωνίας της. Απέναντι στο πλήρως απονευρωμένο από τις όποιες καταβολές του σοσιαλιστικό κόμμα, η οργανωμένη συντηρητική παράταξη αντιπροτείνει διαχειριστικού και διαρθρωτικού τύπου αλλαγές. Οι οποίες το μόνο που επέλεξαν ως κεντρική πολιτική επιλογή της ΝΔ, ήταν, η περαιτέρω ισχυροποίηση των μεταπρατικών τζακιών της χώρας, η πλήρης σύμπλευση του συστήματος οικονομικής διαχείρισης με τις λογικές της οικονομικής «παγκοσμιοποίησης» και περισσότερο αστυνομικό κράτος-εισπράκτορα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα μεγάλα ζητήματα του «κοινωνικού κράτους», η συντηρητική παράταξη, συνεπέστατη με την ιδεολογικοπολιτική της κληρονομιά, πρότεινε πακέτα οριστικών αποδεσμεύσεων, από οτιδήποτε συνδέεται με την λογική της κοινωνίας της αλληλεγγύης. Κλασικά παραδείγματα είναι οι θέσεις του κόμματος για πλήρη ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας και παιδείας, των Μαζικών Μεταφορών. Παρεμβάσεις που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Η αδυναμία παράλληλα της ΝΔ και ιδιαίτερα του αρχηγού της και πρώην Πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή, να επιβάλλει κράτος δικαίου ( στη μάχη με τους «νταβατζήδες»), αλλά παράλληλα νε ελέγξει την διαφθορά μέσα στους ίδιους τους εκφραστές της πολιτικής του στα υψηλοτέρα της μάλιστα κλιμάκια, ήταν και το έναυσμα για τη γενίκευση της λογικής του «ότι φάμε, ότι πιούμε και ότι αρπάξουμε». Μια επιλογή που οδήγησε τη χώρα, πέραν των άλλων στην υπερδιόγκωση του Δημόσιου χρέους αλλά και του παρασιτικού Κράτους. Μια βαριά κληρονομιά, η οποία καθιστά σχεδόν αδύνατη την όποια ριζοσπαστική αλλαγή στη δομή τόσο της ιδεολογικοπολιτικής σαφήνειας του Κόμματος αυτού, όσο και την κάθαρση μέσα στο οργανωμένο σώμα της, από τη νέα ηγεσία του.
Κ.Κ.Ε.: Το ιστορικό κόμμα της παραδοσιακής αριστεράς, ορφανεμένο από την «υψηλή καθοδήγηση» του Κ.Κ.Σ.Ε., ακόμη δεν έχει οριοθετήσει σαφή στρατηγικό προσανατολισμό, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Περιχαρακωμένο στην λογική της συντήρησης και πολλές φορές «αναπαλαίωσης» του οικοδομήματος και των μηχανισμών του, παραμένει ένα κλειστό «κλαμπ», με στεγανά και ατσάλινα δομημένη κομματική ιεραρχία. Παράλληλα, μη έχοντας καθόλου απαλλαγεί από την κληρονομιά του «κατέχοντος την μοναδική ιστορική αλήθεια», συνεχίζει την παράδοση των Σιάντου - Ιωαννίδη - Ζαχαριάδη. Ξεδιπλώνοντας και αναδιπλώνοντας το μαζικό κίνημα που ελέγχει με τους τούς μηχανισμούς του, αναλίσκεται σε αέναους κύκλους επαναστατικής γυμναστικής. Που ναι μεν αναπαράγουν την συντήρηση των πειθαρχημένων σε αρκετό βαθμό κομματικών σχηματισμών του, συντηρούν την ίδια ώρα στον ευρύτερο χώρο της «ελληνικής αριστεράς» και του κινήματός της - όσο αυτό υπάρχει - τα αδιέξοδα. Που σε συνδυασμό με την κρίση των Μαρξιστικών, Μαρξογενών και Μαρξοειδών θεωριών από τη μία πλευρά και στην ολοένα και περισσότερο διαφαινόμενη ανάγκη συγκροτημένης απάντησης στην Παγκοσμιοποίηση (Globalization), συντηρούν τον χώρο, ως ένα περιβόλι πολυποίκιλων, δυναμικών, ενηλικιωμένων, αλλά και άκαρπων ειδών. Που μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, «αστυνομεύει» φιλάρεσκα και με αδικαιολόγητο πείσμα, τον όποιο προοδευτικό-δημοκρατικό λόγο που μπορεί να προέρχεται κατά κανόνα, από εκφραστές μη μαρξογενών επιλογών.
Η γενικότερη αίσθηση που επικρατεί στο ευρύ σώμα της ελληνικής κοινωνίας πως το ΚΚΕ, διατηρεί οικονομικές επιχειρήσεις και η επίμονη άρνησή του να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε «παλλαϊκό μέτωπο», εντείνει την καχυποψία του ελληνικού λαού και μεγιστοποιεί την λογική που επικρατεί σε όλο του το φάσμα πως, «όλοι το ίδιο είναι».
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ, ΣΥΡΙΖΑ: Πολυποίκιλος τόσο σε γκάμα προσωπικοτήτων όσο και σε φάσμα ιδεών ο χώρος της ευρύτερης, αυτοαποκαλούμενης, ανανεωτικής αριστεράς. Κύρια χαρακτηριστικά του ο ιδεολογικός κατακερματισμός του χώρου, η κούραση των στελεχών του και η σύγχυση που τους προκαλούν οι πειρασμοί συνδιαχείρισης του συστήματος.
«Πνιγμένος» από αμφιλεγόμενες «glamour» προσωπικότητες ο χώρος, συμπλέει με τις πιο χαζοχαρούμενες έως ανόητες σοφιστείες περί ατομικών δικαιωμάτων, περί παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών, περί υπεράσπισης των ιδιαιτεροτήτων των κάθε λογής μεταναστών, ομοφυλοφίλων και λοιπών «προκάτ» κοινωνικών ευαισθησιών. Με κύριους εκφραστές της ασπόνδυλης πολιτικής στρατηγικής αλλά και τακτικής του, πανικοβλημένους από την αίσθηση της πολιτικής μοναξιάς θεωρητικούς ακροβάτες. Τους οποίους φυσικά το διαχειριστικό σύστημα χρησιμοποιεί, ως βασιλικότερους του βασιλέως εκφραστές της χρησιμοθηρικής-ωφελιμιστικής-διαχειριστικής πολιτικής του, χαμογελώντας ενίοτε κάτω από το μουστάκι του, μια που ανακαλύπτει άμισθους εθελοντές υπαλλήλους καθαριότητας για την αποκομιδή των σκουπιδιών του.
Παραπαίοντας σε μια κωμικοτραγική εναλλαγή στήριξης, πότε ακραίων δονκιχωτικών θέσεων ψευδοεπαναστατικού τύπου και πότε ανοχής κρυπτοφασιστικών παρεμβάσεων στο σώμα της κοινωνίας τύπου «μη κυβερνητικών οργανώσεων» , ακραίων χαοτικού προσανατολισμού οργανώσεων καθώς και εθνομηδενιστικών συνιστωσών, με σκοτεινή προέλευση και στρατηγικούς στόχους.
Η πρόσφατη διάσπαση του χώρου αυτού, όπου οι «καθαροί» του Φώτη Κουβέλη, επέλεξαν μια διαφορετική πολιτική διαδρομή, σηματοδοτεί και το ιστορικό τέλος αυτού του ιδεολογικοπολιτικού «αχταρμά» ο οποίος πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εξαπατήσει την ελληνική κοινωνία.
ΛΑΟΣ: Με έναν εντελώς αναξιόπιστο πολιτικό λόγο, το προσωποπαγές αυτό κόμμα, ενώ υποτίθεται πως ξεκίνησε με ριζοσπαστικές «πατριωτικού τύπου κορώνες», αποτελεί σήμερα την πλήρη έκφραση του πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Αυτό που ξεκίνησε με την ίδρυση του ΛΑΟΣ ως ανάχωμα στην ΚΟ.ΛΑ.ΣΗ. (Κόκαλης, Λάτσης, Σημίτης), στην εκποίηση του εθνοχώρου και στις κραυγές για «Κωστόπουλο και Σάλα», είναι σήμερα το ακριβές αντίθετο των αρχικών του πολιτικών δεσμεύσεων.
Το ΛΑΟΣ, όχι μόνο εγκατέστησε στο σχήμα και τους πολιτικούς του σχεδιασμούς τα συμφέροντα των οικονομικών μεγαλοπαραγόντων της χώρας, αλλά πέρασε και στην εντελώς αντίπερα όχθη των αρχικών του διακηρύξεων, στηρίζοντας το ΠΑΣΟΚ στην επιλογή του να θέσει τη χώρα υπό την κατοχή του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας την εκποίηση της Δημόσιας περιουσίας, και αποδεχόμενο στα εθνικά θέματα την ενδοτική πολιτική του κατ’ επίφαση σοσιαλιστικού κόμματος. Επιτείνοντας έτσι την οργή των πολιτών που επέλεξαν το κόμμα αυτό στις προηγούμενες εκλογές καθώς και την απελπισία του για αναζήτηση φωτός στο «βάθος του τούνελ».
Ο Ελληνικός Λαός
Σε μια εντελώς ιδιόμορφη φάση για τη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού εισέρχεται η χώρα, μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και την «αλλαγή» που επέφερε το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα το «εκσυγχρονιστικό» του επιτελείο. Η φάση αυτή που έχει ήδη σημαδέψει και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, στηρίχθηκε βασικά σε δύο επιλογές: Το διπολικό κομματικό σύστημα, και την λογική της «μιας αλήθειας» του κυνικού ρεαλισμού των επιλογών των διαχειριστών του.
Ως εργαλεία για το «πέσιμο στα μαλακά» της νέας πολιτικοκοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, επιλέχθηκαν:
α) Η άρση των πολώσεων που επέφερε ο εμφύλιος. Το κράτος άνοιξε τις πόρτες του στη μεγάλη, αποκλεισμένη μέχρι τότε, πλειοψηφία του λαού. Θεσμοθέτησε κοινωνικές παροχές, για την ανακούφιση των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων. Προχώρησε στην κρατικοποίηση των προβληματικών και τέλος, δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας, χρησιμοποιώντας το δημόσιο ως φορέα απορρόφησης ανέργων και αναξιοπαθούντων.
β) Η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., σημειολογικά τουλάχιστον πέτυχε: Την αλλαγή προστάτιδας δύναμης (από τις ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Μείωση του αντιαμερικανισμού. Μετάθεση των προβλημάτων Ελλάδας-Τουρκίας στο πεδίο των ευρωτουρκικών σχέσεων, με παρενέργεια, ο στρατιωτικός συσχετισμός δυνάμεων να αλλάξει υπέρ της Τουρκίας και
γ) Η αποκατάσταση της δημοκρατίας με δράσεις όπως: Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Η συγκροτημένη πια εγκαθίδρυση του πελατειακού-πολιτικού συστήματος όπου, η βουλή-βουλευτές, τα συνδικάτα, οι συνεταιρισμοί και πιο πρόσφατα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ειδικά τα ηλεκτρονικά, γίνονται οι μεγάλοι εταίροι των διαχειριστών της εξουσίας.
Η διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. λειτούργησε ως τυφώνας πάνω στο οικοδόμημα της μεταπολίτευσης που είχε κτισθεί με ιδεολογικοπολιτικά υλικά, κάθε άλλο παρά στέρεα. Η κυρίαρχη μέχρι τότε λογική του αντίπαλου δέους που διαπότιζε τον έστω «κουτσό» σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ, μετατράπηκε μετά την πτώση του «επιστημονικού σοσιαλισμού» σε μια παραδοχή «πλήρους ήττας των λαών». Η οποία μάλλον βόλευε μια ολόκληρη φουρνιά στελεχών που από τότε έχουν μετατρέψει σε ιδεολογία, την λογική του «λιγότερο κακού διαχειριστή». Που στην εφαρμοσμένη της διάσταση είχε σαν αποτέλεσμα την αποσάθρωση των αξιών και των αρχών του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα, ένα «ομαδικό ντου» σε κάθε καταναλωτικό πρότυπο, που μέχρι τουλάχιστον το ΠΑΣΟΚ του ‘89, εθεωρείτο παρακμιακό μοντέλο για «κουτόφραγκους και αμερικανάκια».
Έτσι οδηγήθηκε η κοινωνία σε μια ιδιότυπη ιδρυματοποίηση του παρασιτικού-καταναλωτικού συστήματος αξιών. Με κέντρο το κοινοβουλευτικό-πελατειακό καθεστώς και περιφέρεια, τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, τους συνδικαλιστές, τα Μ.Μ.Ε. και τους κομματικούς παράγοντες, να συντηρούνται από τα μόνιμα ελλείμματα του δημόσιου κορβανά, τις ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις της Ε.Ε. και τις μίζες των προμηθειών του δημοσίου. Και φυσικά υποπαράγωγα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, τον κοινωνικό παρασιτισμό, τον μηδενιστικό ατομικισμό και τον γραικυλισμό. Μια κυρίαρχη παρακμιακή λογική, η οποία έχει τόσο καλά εδραιωθεί, ώστε όλη η «ελίτ» της πολιτικής, της οικονομίας και των show business, την αποδέχεται σαν κάτι το εντελώς φυσικό και αυτονόητο. Όποιος συνάμα επιχειρήσει να αμφισβητήσει το σύστημα, απλώς «κατεβαίνει από το τραίνο».
Φυσικά ο λαός, το μέγα θύμα αυτής της επιχείρησης, δεν έχει - από ηθικής τουλάχιστον άποψης - κάνει αποδεκτό το σχήμα αυτό, που εν πολλοίς έχει κοινά ηθικοπολιτικά χαρακτηριστικά, με το σύστημα των Ελλήνων κοτζαμπάσηδων της τουρκοκρατίας. Γι' αυτό και στις δημοσκοπήσεις, δείχνει εμπιστοσύνη σε σταθερούς θεσμούς όπως ο Στρατός και η Εκκλησία. Συγχρόνως δηλώνει κατηγορηματικά, απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς και στα ΜΜΕ. Δεν αντιλαμβάνεται όμως, ότι όλο αυτό το σύστημα, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του σε εθνικό επίπεδο δικού του καθημερινού ατομικισμού. Τους συγκεκριμένους πολιτικούς αυτός τους εκλέγει, για εκπροσώπους του, με πρωταρχικό κριτήριο τις προσωπικές σχέσεις, τις εκδουλεύσεις και τις προσωπικές εξυπηρετήσεις. Πεπεισμένος από τις αλληλοκαταγγελίες των ίδιων των πολιτικών, ότι εγκληματούν εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, ότι χρηματίζονται, ότι προδίδουν την πατρίδα για ψύλλου πήδημα κλπ γνωστές φιλοφρονήσεις, δικαιολογεί στον εαυτό του την δική του καθημερινή ατομική μικροπαρανομία. Για παράδειγμα: κλέβει το Φ.Π.Α., κρύβει εισοδήματα ως επαγγελματίας, λουφάρει ή λαδώνεται ως δημόσιος υπάλληλος, κάνει ψεύτικες δηλώσεις για επιδοτήσεις ως αγρότης, υπογράφει ως εκπαιδευόμενος στα επιδοτούμενα σεμινάρια, σε ψεύτικα δελτία παροχής υπηρεσιών.
Στην "ηρωική εποχή", είχαμε σαν κινητήριο μοχλό επιβίωσης της κοινωνίας μας και της αντίστασής της στον τουρκικό ζυγό, τη Μεγάλη Ιδέα.: «Απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό», «Η Ελλάδα πρότυπο βασίλειο στην Ανατολή». Μετά την καταστροφή του 1922 και ως την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο (1974), κυριαρχούσε το «μεγαλείο της φυλής».: «Είμαστε Έλληνες γιατί ρέει αρχαιοελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Όχι γιατί μετέχουμε ελληνικής παιδείας». Από το 1974 και έπειτα κυριαρχεί η πλήρης αποδοχή της ήττας.: «Η εθνική ταυτότητα είναι φανταστική»

Η πρώτη φάση διέπεται από τις ιδεοληψίες της γέφυρας με την αρχαία Ελλάδα του Αδαμάντιου Κοραή.: «Είμαστε παιδιά του παππού. Όχι εγγόνια του. Το Βυζάντιο δεν θέλουμε να το ξέρουμε». Στη συνέχεια έρχεται ο Φαλμεράυερ και αμφισβητεί την «αρχαιοελληνική ελληνικότητα» μας, ακριβώς με το επιχείρημα ότι, αφού το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό, δεν υπάρχει φυλετική συνέχεια. Για να τον αντιμετωπίσουμε, τροποποιούμε τις ιδεοληψίες του Κοραή. Εξάλλου, εγγόνια της Πυθίας είμαστε (ήξεις, αφίξεις, ουκ, εν τω πολέμω θνήξεις).: Το κάνουμε «ελληνοχριστιανικό». Ξαναβρίσκουμε την γοητεία του Αγίου Όρους, του Βυζαντίου, του βυζαντινού δικέφαλου.
Με την άνοδο τέλος των νέων θεωριών περί «του μηδενισμού του έθνους», κυριαρχεί μια νέα, και πάλι ...κυρίαρχη θεωρία: Η νέα Ελλάδα είναι ένα «καινούργιο έθνος», όπως τα ευρωπαϊκά. Μάλλον και αυτή, όπως και οι Φράγκοι, παιδί του Καρλομάγνου είναι. Δεν έχει παράδοση, δεν έχει κληρονομιά, δεν έχει πολιτισμό. Ακόμη, δεν χρωστά σε κανένα το 3ο mobile phone της οικογένειας και το play station του «κανακάρη». Δεν έχει κλέφτες και αρματολούς, δεν έχει Μανιάκι, Κιούγκι, Κορυτσά, Γοργοπόταμο, παππούδες που έδωσαν τη ζωή τους, για τη δική μας ευδαιμονία των προκάτ, καταναλωτικών της αναζητήσεων. Αντιθέτως έχει, πολυπολιτισμικότητα, πολίτες του κόσμου, ευρωλιγούρηδες και ευρωσκεπτικιστές, υποτιθέμενες ξενοφοβίες και ρατσισμούς, εθνικιστές και υπερπατριώτες.
Τελικά, μετά το 1989, ο σοσιαλισμός κι ο διεθνισμός, έχοντας χάσει κάθε υπερβατική έννοια, εκφυλίζονται, γίνονται προσχήματα και προκαλύμματα για έναν άνευ προηγουμένου εθνικό και κοινωνικό μηδενισμό. Η «κατάντια» γίνεται μόνιμος παρανομαστής όλων των εκφράσεων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Οι πολιτικοί μπορούν επιτέλους ελεύθερα να προβάλλονται δίπλα σε ημίγυμνα νυμφίδια και την ίδια ώρα να υπογράφουν συμφωνίες για την ομογενοιοποίηση της ελληνικής κοινωνίας στο ευρωπαϊκό melting pot. Οι κάθε λογής «αρτίστες», λύνουν τα εθνικά και κοινωνικά μας προβλήματα σε στρογγυλά τραπέζια. Τα ελληνοτουρκικά ανατίθενται προς διεκπεραίωση στους «καλλιτεχνικούς» και ποδοσφαιρικούς managers. (Πέθανε και η κυρά της Ρω). Τα reality shows είναι πια το μεγάλο όραμα των νέων γενιών. Και η εθνική συνοχή, αυτή τη φορά, δεν έχει από πού να αντλήσει το συγκολλητικό της νόημα. Μπαρμπα - Γιάννη Μακρυγιάννη τα καταφέραμε: Επιτέλους, το έθνος έπαψε πια να ντρέπεται.
Οχυρωμένος μέχρι τουλάχιστον προ μιας δεκαετίας στις δικές του «διαδρομές» ο ελληνικός λαός, παλινδρομεί σήμερα πια, μεταξύ των επιταγών τύπου «must» που του πλασάρουν οι επιτήδειοι επικοινωνιολόγοι της σύγχρονης Βαβυλωνίας και της κληρονομιάς που έχει παραλάβει από τις γενιές της Μικρασίας, του έπους του ΄40 και της Εθνικής Αντίστασης. Στέκεται ακόμη αναποφάσιστος στα διλήμματα μονίμως αυτοαναιρούμενος. Λειτουργώντας πότε ως Τζέκυλ και πότε ως Χάϊντ. Ως «αδέκαστος εισαγγελέας» στα αυτοσχέδια λαϊκά δικαστήρια-καφενεία, όπου κατακεραυνώνει την πολιτική και τους πολιτικούς και ως στυλοβάτης της αναπαραγωγής των αδιεξόδων του συστήματος, τις Κυριακές των όποιων εκλογικών αναμετρήσεων. Επιτείνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το ιονεσκικό περιβάλλον του πολιτικού παράλογου, που σε συνδυασμό με την τύπου αναγεννώμενου φοίνικα αναστύλωση του διεφθαρμένου δικομματικού μηχανισμού, δημιουργεί το υπόβαθρο ενός άκρως εκρηκτικού-διαλυτικού μέλλοντος.
Ερωτηματικό ο ελληνικός λαός. Ενώ κουβαλάει στους ώμους του ιστορία το ίδιο βαριά με τον εβραϊκό, ενώ βίωσε από τους παππούδες του τουλάχιστον, τα δεινά που υπέστη στο πρόσφατο παρελθόν, ως ανώριμος έφηβος, αρνείται επίμονα να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν. Αυτοπεριθωριοποιείται στον ρόλο του «οπαδού της γαλαρίας».

Αυτοπροσδιορίζεται ως θεατής ενός ντέρμπυ στο οποίο μόνο ως φωνασκών νεανίας συμμετέχει. Αυτοακρωτηριάζεται αλλεπάλληλα, και αντί για κραυγές οργής και αγωνίας, πανηγυρίζει στους στημένους αγώνες των επαγγελματιών πολιτικών-managers. Μόνο με την περίοδο των αρχών του 18ου αιώνα, όταν πλήρης πια ήταν η διάλυση της συνοχής της κοινωνίας των «ραγιάδων», μπορεί να συγκριθεί η σημερινή πραγματικότητα. Μια σκοτεινή εποχή, όπου ο Ελληνισμός είχε πλήρως παραιτηθεί από κάθε ελπίδα παλιγγενεσίας του, έως τουλάχιστο ότου, ξανακουσθούν οι βροντερές φωνές του αγιορείτη Πατρο-Κοσμά του Αιτωλού και στη συνέχεια του εθνεγέρτη Ρήγα του Βελεστινλή. Έτσι και σήμερα οι κυρίαρχες λογικές που προκύπτουν από την πλευρά του λαού είναι, ποιοτικά τουλάχιστον ταυτόσημες με εκείνες, των τρομερών και σκοτεινών εποχών του 1750. Στοιχεία δηλαδή που συναποτελούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά του ραγιά: Ωχαδερφισμός, ιδιώτευση, άρνηση κοινωνικοποίησης της συμπεριφοράς, αναβολή κάθε λογικής ανάληψης ευθύνης, ευκολία στην ανατροπή κλασσικών αξιών και αρχών που επί χιλιετηρίδες έχτιζαν οι αρχιμάστορες πρόγονοί μας. Και ευτυχώς, ελάχιστες φωνές - εξαιρέσεις στον αδυσώπητο κανόνα - ανθρώπων του πνεύματος τόσο του τόπου μας όσο και διεθνώς, που με απόγνωση σχεδόν, αγωνίζονται με τις λιγοστές τους δυνάμεις, έξω από το main stream, να στείλουν το SOS, από το καράβι που φουντάρει αύτανδρο.
Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Αν η σύγχρονες έννοιες του αντιφατικού και τού παράδοξου μπορούσαν να εκφρασθούν σε δυο λέξεις, αυτές θα ήταν οι γνωστές και μη εξαιρετέες «μη κυβερνητικές οργανώσεις» (Μ.Κ.Ο).

Οι οργανώσεις αυτές που άρχισαν να δημιουργούνται - που αλλού; - στις Η.Π.Α. στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, ιδρυματοποίησαν κατ’ αρχήν τα κινήματα αμφισβήτησης. Ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο του αντιεξουσιαστικού - αριστερού κινήματος που έβλεπε πιο «μανατζερίστικα» την υπόθεση της αντίστασης τους, κατά των κεντρικών επιλογών των διαχειριστών των κυβερνητικών συστημάτων.
Είτε η ανάγκη των προοδευτικών κινημάτων για ενίσχυση των φτωχών τους προϋπολογισμών, είτε η λογική της «εκ του ασφαλούς αντίστασης κατά του κατεστημένου», οδήγησαν και κατεύθυναν τις οργανώσεις αυτές, στη σημερινή τους εικόνα. Που «πακετάρει» το «ευ ζην» με το «περιπετειωδώς ζην», σε ένα αποδεκτό από τα διάφορα «must» του διαχειριστικού - καταναλωτικού μοντέλου, σύγχρονο life style. Προσδίδοντας παράλληλα το απαραίτητο glamour στους εκφραστές του, την «ικανοποίηση» της συμμετοχής τους στον κατευνασμό της πείνας και του πόνου των ανθρώπων και τον ναρκισσισμό του να είναι «in».
Δυστυχώς όπως τελικά αποδείχθηκε, η ουμανιστική - ρομαντική αυτή θεώρηση της «αντίστασης κατά του κατεστημένου», κρύβει από πίσω της πακτωλούς δισεκατομμυρίων σκοτεινής χρηματοδότησης. Και όχι μόνο από κυβερνήσεις αλλά ακόμη και από μυστικές υπηρεσίες και πολυεθνικές εταιρείες. Παράλληλα, η αναρρίχηση προβεβλημένων στελεχών των οργανώσεων αυτών σε θέσεις τύπου «κυβερνήτη του Κοσσόβου», κατέδειξαν και την άλωσή τους από τις σκληροπυρηνικότερες επιλογές του διεθνούς συστήματος καταστολής, made in U.S.A. Και το χειρότερο από όλα, η απροσχημάτιστη σε πολλές περιπτώσεις διείσδυση στις οργανώσεις αυτές, πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών, που με το προκάλυμμα του «ανθρωπιστικού» ρόλου, διενεργούν κατασκοπία, σε βάρος του φιλοξενούντος, υπό «εποπτεία» κράτους.
Χωρίς διάθεση μηδενισμού της προσφοράς αυτών των οργανώσεων, ας υπενθυμίσουμε απλώς τα παιχνίδια της Μ.Κ.Ο. διεθνούς εμβέλειας «Γιατροί χωρίς σύνορα» κατά του ελληνικού τμήματος στους βομβαρδισμούς της Σερβίας και ακόμη τη «στάση» της Greenpeace απέναντι στο πρόβλημα που προέκυψε από την χρήση κεφαλών βομβών με απεμπλουτισμένο ουράνιο. Αναφορικά τώρα με την περίφημη Unicef του Ο.Η.Ε., η διαπίστωση ότι, μόνο 1 στα δέκα δολάρια καταλήγει στα παιδιά που υποφέρουν ανά τον κόσμο, δείχνει και τη λογική που διέπει αυτές τις οργανώσεις, που ως βασική προτεραιότητα θέτουν μάλλον την ανακούφιση στην προβληματική απασχόληση των στελεχών των.
Σχετικά τώρα με την πλημμυρίδα των ΜΚΟ που δρουν στην Ελλάδα, η σκοτεινή και ανεξέλεγκτη χρηματοδότησή τους, η υποστηρικτική του κεντρικού νεοταξικού διαχειριστικού συστήματος στάση τους, η συμμετοχή ορισμένων εξ’ αυτών σε εχθρική κατά της Πατρίδας μας προπαγάνδας και η εξάρτηση επίσης ορισμένων εξ’ αυτών από ξένα κέντρα χρηματοδότησης, μεγιστοποιούν τη δυσπιστία του Ελληνικού Λαού απέναντί τους. Η συνολική τους δε συγκρότηση, η οποία λειτουργεί διαλυτικά στις παραδοσιακές έννοιες κοινωνικής αλληλεγγύης του Λαού μας, τις μετατρέπει σε μια προοπτική επιλογής παραγωγής προσωπικών οικονομικών ωφελειών, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την κοινή αίσθηση που αναπαράγεται τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας, του τύπου «μπες μέσα σε μια ΜΚΟ να τακτοποιηθείς».
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

Η νομική διάσταση της διαφθοράς

Σε μια θαυμάσια προσέγγιση της νομικής διάστασης της διαφθοράς στην Πατρίδα μας, ο κ. Χ. Δημόπουλος, καθηγητής εγκληματολογίας, ανακριτικής και σωφρονιστικής, αναφέρει:

«Όπως έχει αναφερθεί, η διαφθορά αν και είναι γνωστή ως έννοια κι ως πρόβλημα από την αρχαιότητα, εντούτοις δεν έχει αντιμετωπιστεί ως νομική έννοια και κυρίως, ως νομικό-ποινικό πρόβλημα, δηλαδή δεν υπάρχει «έγκλημα διαφθοράς» στις εθνικές νομοθεσίες. Αντίθετα, έχουν αρκούντως ποινικοποιηθεί από το παρελθόν πλευρές του φαινομένου, που αποτελούν ποινικοποιημένες ατομικές εκδηλώσεις, όπως λ.χ. είναι η δωροδοκία, η δωροληψία, η απιστία κ.ά. Τούτο οφείλεται κατά βάση σε δύο παράγοντες:

1. Στη φιλελεύθερη (ατομοκεντρική) παράδοση του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την οποίαν τιμωρούνταν – κι εξακολουθούν να τιμωρούνται – πράξεις κι όχι φαινόμενα, οι οποίες καταλογίζονται σε συγκεκριμένους φορείς εγκληματικής δράσης, όπως λ.χ. είναι ο δωροδοκών (ενεργητική δωροδοκία) ή ο δωροδοκούμενος (παθητική δωροδοκία) του ενός ή του άλλου, ανεξάρτητα από το αν είναι παράλληλα διεφθαρμένος ο ένας ή ο άλλος. Η αοριστία και συνάμα η πολυπλοκότητα της έννοιας «διαφθοράς», δεν άφησαν ικανά περιθώρια για μια δόκιμη και παραδεκτή ποινικοποίησή της, δηλαδή δεν ήταν εφικτή – τουλάχιστον μέχρι τούδε – η συστηματική σύλληψη του διαφθείροντος ή του διαφθειρόμενου ή ακόμα, δεν ήταν εμπειρικά δυνατή η συγκεκριμενοποίηση της πράξης ή των πράξεων που ενυλώνουν την – ενδεχόμενη – ποινική απαξία αυτού του φαινομένου, όπως επίσης, δεν ήταν ευχερής η ποινική αποσαφήνισης του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού από την πράξη ή τις πράξεις της διαφθοράς. Η (παγκόσμια) ανάγκη όμως, για τη δραστική καταπολέμηση της μάστιγας της διαφθοράς υποχρέωνε (αρχικά τους υπερεθνικούς και τη συνέχεια τους εθνικούς νομοθέτες) ν’ αντιμετωπίσουν το εν λόγω πρόβλημα, τόσο στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου (στις ιδιωτικές συναλλαγές), όσο και κυρίως, στα πλαίσια του ποινικού δικαίου, τυποποιώντας εγκλήματα διαφθοράς (λ.χ. Ν. 2803/2000).

2. Η αντεγκλητικά πολιτική – που εξ ορισμού δεν δεσμεύεται από την εκάστοτε κρατούσα ποινική δογματική – διάνοιξε το δρόμο για την ποινικοποίηση και της διαφθοράς. Επίμονος στόχος της παγκόσμιας – αλλά και της εθνικής – αντεγκληματικής πολιτικής ήταν – κι εξακολουθεί να είναι, όπως ομολογείται, άλλωστε, από διάφορα νομοθετικά κείμενα που καταπολεμούν τη δωροδοκία και τη διαφθορά – η εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες «χρησιμοποιούν» τη διαφθορά ως μέσο ή όπλο για την επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών, οι οποίοι συνδέονται πάντοτε με τον παράνομο προσπορισμό κερδών κι άλλων ωφελημάτων και τα οποία, δια του ξεπλύματος – του αποκαλούμενου βρώμικου χρήματος – απολήγουν, κατά κανόνα, σε νόμιμες επενδύσεις μεταγενέστερα. Η καταπολέμηση λοιπόν της διαφθοράς, με την ποινικοποίηση των πράξεων και των συμπεριφορών εκείνων που συνιστούν «διαφθορά», θα οδηγήσει προοδευτικά στην εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων που επιδίδονται σ’ αυτή τη δραστηριότητα και αντίστοιχα, θα περισταλεί ο όγκος αυτών των παράνομων συναλλαγών και της διαπλοκής, δηλαδή θ’ αποκλιμακωθεί η έκταση (πανδημία) και η ένταση (επικινδυνότητα) της διαφθοράς.
Η ποινική μορφή της διαφθοράς δεν είναι μόνο πολύπλοκη ή πολύπρακτη, αλλά εξειδικεύεται περαιτέρω σε ειδικούς τομείς αντεγκληματικού ενδιαφέροντος – ανάλογα προς τα πεδία εκδήλωσης του φαινομένου – όπως λ.χ. είναι η ποινικοποίηση της διαφθοράς στο δημόσιο (θεσμική, πολιτική και δημοσιοϋπαλληλική διαφθορά), η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα (οικονομική – κυρίως – διαφθορά), η ποινικοποίηση της διαφθοράς στα ΜΜΕ (άρθ. 5 Ν. 3021/2002 ΦΕΚ Α’ 143/2002), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει (Απρίλιος 2005), η ποινικοποίηση της διαφθοράς στην αστυνομία ή στις φυλακές κλπ. Η εντυπωσιακή κατασταλτική έκταση του προβλήματος, που είναι άλλωστε, ευθέως ανάλογη προς τον πανδημικό του χαρακτήρα και την απειλητική του διάσταση για τα πιο καίρια αγαθά των σύγχρονων κοινωνιών, οδήγησε αναπότρεπτα σε ορολογικές αοριστίες κι εννοιολογικές ασάφειες, σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην είναι απολύτως εφικτή, η διατύπωση ενός σαφούς, περιεκτικού και συνάμα, παραδεκτού ορισμού της διαφθοράς. Τόσο στη θεωρία – με την αχανή της βιβλιογραφία – όσο και στην πλειάδα των υπερεθνικών κι εθνικών νομοθετικών κειμένων, απαντώνται διάφοροι και διαφορετικοί ορισμοί της έννοιας της διαφθοράς, οι οποίοι ούτε ικανοποιούν πάντοτε και πλήρως τους ειδικούς ούτε περιγράφουν ολοκληρωμένα τα φαινόμενο, τόσο ως ποινικό ζήτημα, όσο ως ποινικό ζήτημα, όσο κι ως πρόβλημα της αντεγκληματικής πολιτικής. Η νομοθετική αντιμετώπιση της διαφθοράς άλλωστε, διεκδικείται τόσο από το ποινικό, όσο κι από το ιδιωτικό δίκαιο, γεγονός το οποίο περιπλέκει τα πράγματα, λόγω των μεθοδολογικών διαφοροποιήσεων αυτών των νομικών κλάδων. Παρά ταύτα, πληρέστερος ορισμός της διαφθοράς – σε νομοθετικό επίπεδο – φαίνεται να είναι εκείνος που έχει δοθεί στο άρθ. 2 της Ευρωπαϊκής Αστικής Σύμβασης κατά της διαφθοράς (Στρασβούργο 1999), σύμφωνα με τον οποίο, ως διαφθορά νοείται: κάθε επιδίωξη, προσφορά, παροχή ή αποδοχή, ευθέως ή πλαγίως, μιας παράνομης προμήθειας ή άλλου μη οφειλόμενου οφέλους, η οποία επηρεάζει την ομαλή άσκηση ενός λειτουργήματος ή την αναμενόμενη συμπεριφορά εκείνου που ωφελείται την παράνομη προμήθεια ή το μη οφειλόμενο όφελος ή την υπόσχεση ενός τέτοιου μη οφειλόμενου οφέλους. Όπως γίνεται φανερό, τον ορισμό τούτο, συνθέτουν τα εξής τρία στοιχεία:

Α) Κάθε πράξη επιδίωξης, προσφοράς, παροχής ή αποδοχής, ευθέως ή πλαγίως.

Β) Παράνομης προμήθειας ή άλλου μη οφειλόμενου οφέλους.

Γ) Που επηρεάζει την ομαλή άσκηση ενός λειτουργήματος ή την αναμενόμενη συμπεριφορά εκείνου που ωφελείται την παράνομη προμήθεια ή το μη οφειλόμενο όφελος ή την υπόσχεση ενός τέτοιου μη οφειλόμενου οφέλους.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια του εν λόγω ορισμού δεν γίνεται αναφορά σε κυρώσεις, ενόψει του γεγονότος ότι πρόκειται για αστική σύμβαση (ιδιωτικού δικαίου) και κατά τούτο, δεν είναι νοητή επίσης, η διασύνδεση του φαινομένου της διαφθοράς με την εγκληματική δραστηριότητα των εγκληματικών οργανώσεων. Η εξειδίκευση όμως, του ορισμού αυτού και η αντίστοιχη εννοιολογική διασπορά του στα πεδία εκδήλωσης του φαινομένου, με την προσθήκη ενός κατάλληλου κυρωτικού οπλοστασίου, θα μπορούσε ν’ αποδώσει ικανοποιητικά, τον εννοιολογικό προσδιορισμό της διαφθοράς.

Το πρόβλημα της διαφθοράς έχει αποκτήσει πλέον και θεσμική επικαιρότητα, καθώς πολλοί φορείς της αντεγκληματικής πολιτικής αξιώνουν την άμεση ποινικοποίηση του προβλήματος, πέραν από την κύρωση των διεθνών συμβάσεων που καταπολεμούν τη διαφθορά και τη δωροδοκία. Η συστηματική ένταξη όμως της διαφθοράς στο ελληνικό ποινικό δίκαιο εμφανίζει σοβαρές δυσχέρειες, εις ό, τι αφορά τα δομικά στοιχεία του νομικού εγκλήματος, δηλαδή την έννοια της πράξης, του εννόμου αγαθού και της νομοτυπικής μορφής, τουλάχιστον, όπως τα αντιλαμβάνεται και τα τυποποιεί το ποινικό μας δίκαιο. Ειδικότερα, ένα πρώτο ζήτημα αναφύεται σχετικά με την πράξη, καθώς ορισμένες πράξεις, οι οποίες αποτελούν αναμφίβολα μορφές εμφάνισης της διαφθοράς, όπως λ.χ. είναι η ενεργητική και παθητική δωροδοκία, η δωροδοκία δικαστή, διαιτητή κ.ά., η απάτη, η παράβαση καθήκοντος κ.ά., είναι ήδη αξιόποινες, αλλά εκφεύγουν της θεσμικής εμβέλειας της παραδεκτής ποινικής καταστολής, όπως λ.χ. είναι οι παραβιάσεις του αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ άλλες αφορούν στη «μικρή διαφθορά», η οποία δεν παρουσιάζει έντονη κοινωνικοηθική απαξία και κατά τούτο, ιδιαίτερο ποινικό ενδιαφέρον, όπως λ.χ. η δωροδοκία στις διαπροσωπικές συναλλαγές ή ο διορισμός υπαλλήλων με εξω-υπηρεσιακά κριτήρια κ.ά.

Ένα δεύτερο πρόβλημα συνάπτεται με τον ακριβή εννοιολογικό προσδιορισμό του εννόμου αγαθού ή των εννόμων αγαθών που θα πρέπει να προστατεύει η ποινική τυποποίηση του φαινομένου, ενόψει της ευρύτητας και της αναπόφευκτης αοριστίας που διαποτίζει τα αγαθά εκείνα που προσβάλλονται από τις πράξεις της διαφθοράς, όπως λ.χ. είναι η δημοκρατία, η πολιτική σταθερότητα, η καλή διακυβέρνηση, η οικονομική ανάπτυξη, ο υγιής ανταγωνισμός, η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος, η αναλογικότητα του φορολογικού συστήματος κ.ά. και τα οποία έχει αναδείξει τόσον η ημεδαπή όσο και η αλλοδαπή – εγκληματολογική, κοινωνιολογική, οικονομική κλπ – εμπειρική έρευνα, με μια αξιοσημείωτη ομογνωμία. Ένα τρίτο πρόβλημα σχετίζεται με τον ρηματικό ή τον εκφραστικό τύπο των μορφών προσβολής που επιχειρούν οι πράξεις της διαφθοράς, καθώς από τα διεθνή – τουλάχιστον – νομοθετικά κείμενα, τα οποία καταπολεμούν σε θεσμικό – ποινικό επίπεδο το φαινόμενο τούτο, υιοθετούνται όροι του είτε διαθέτουν μεγάλο εννοιολογικό εύρος, λ.χ. «υπονομεύει» (undermines), «εξασθενίζει» (weakens), «δύναται να καταστρέψει» (can destroy) κ.ά., είτε συνδέουν το φαινόμενο αυτό με την παράνομη δράση των εγκληματικών οργανώσεων, λ.χ. «κίνδυνος για την κοινωνία», «τείνει να πλήξει τον πυρήνα της κοινοτικής συνοχής» κ.ά., είτε τέλος, συνιστούν βάσιμες πιθανολογήσεις για την επέλευση ιδιαίτερα επικίνδυνων συνεπειών λ.χ. «θέτει σε κίνδυνο» (endangers), «διακινδυνεύει» (jeopardizes) κ.ά.

Η επιστημονική θέση είναι ότι το έγκλημα ή τα εγκλήματα της διαφθοράς, προσβάλλουν (θέτουν σε κίνδυνο) άϋλα έννομα αγαθά, ενώ φορέας του εννόμου αγαθού κατά του οποίου στρέφεται η πράξη της διαφθοράς είναι πάντοτε κοινωνική ομάδα, αλλιώς δεν θα πρόκειται για έγκλημα διαφθοράς. Πράγματι, η προστασία τέτοιων αγαθών, δεν είναι άγνωστη στον ποινικό κώδικα (κ.χ. δημοκρατικό πολίτευμα, κοινοβουλευτικό σύστημα, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, διεθνής ειρήνη της χώρας κ.ά.) κι επομένως το προτεινόμενο «έγκλημα διαφθοράς» θα μπορούσε, ως έγκλημα διακινδύνευσης των πιο πάνω άϋλων εννόμων αγαθών, να ενταχθεί στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα ή το εν λόγω έγκλημα, μαζί με τον οργανωμένο έγκλημα, το έγκλημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, το έγκλημα της τρομοκρατίας, το οικονομικό έγκλημα και τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, αποτελούν με ορισμένες εσωτερικές παραλλαγές – αυτοτελή ομάδα κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων «νέας γενιάς».

Η θέση αυτή, αποτελεί και λύση του αντεγκληματικού προβλήματος της διαφθοράς, αρκεί:

Α) Να υπάρξει ένας συνοπτικός, αλλά πλήρης ορισμός της διαφθοράς, ως αξιόποινης πράξης, που διαπράττεται από άτομα που καταχρώνται την θέση εξουσίας που κατέχουν για ίδιο όφελος.

Β) Να υπάρξει μια κατηγοριοποίηση των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, με αντίστοιχα ομοειδή γνωρίσματα λ.χ. αγαθά που θέτουν σε κίνδυνο την πολιτική ζωή ή τον ιδιωτικό τομέα κ.ά. και παράλληλη κατηγοριοποίηση των φορέων της σχετικής εγκληματικής δράσης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει – πέραν από το γενικό έγκλημα της διαφθοράς – σε περισσότερα εγκλήματα του είδους, ως μορφές εμφάνισής του».

Η πολιτικοκοινωνιολογική διάσταση της διαφθοράς

Είναι κοινά αποδεκτό στην επιστημονική κοινότητα των Κοινωνιολόγων και των Ψυχιάτρων, πως οι εσωτερικοί μηχανισμοί ελέγχου, όπως οι τύψεις, που εμποδίζουν έναν άνθρωπο να ενεργεί κατά τρόπο ανήθικο είναι ατελείς.

Στη σχετική και πάρα πολύ σημαντική έρευνα «Crime and Culture» του πανεπιστημίου της Konstanz στο πλαίσιο της ΕΕ, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής συμπεράσματα:

Η διαφθορά αναφέρεται ως ‘κοινωνική νόσος’ και περιστασιακά ως κοινωνικό φαινόμενο και ‘προϊόν’ των σύγχρονων κοινωνιών.

Από την πλευρά τους οι πολιτικοί, αν και μιλούν συχνά για διαφθορά και διαπλοκή συμφερόντων, όταν προκύπτει μια συγκεκριμένη υπόθεση ο λόγος τους γίνεται παραταξιακός. Έτσι επιδιώκουν την απόσειση των ευθυνών τους, εκτοξεύοντας κατηγορίες στους πολιτικούς αντιπάλους τους για να αποδώσουν τελικά τις ευθύνες αλλού, συνήθως στη διοίκηση και την κακοδιοίκηση παρά στον εαυτό τους. Το νόημα της διαφθοράς παραμένει θολό και είτε παρουσιάζεται ως γενικευμένο φαινόμενο ή συνδέεται με την πολιτική πρακτική στη σύγχρονη εποχή. Είναι έπειτα ενδιαφέρον ότι η πολιτική δανείζεται το νόημα της διαφθοράς και το ύφος επιχειρηματολογίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το αντίστροφο, χωρίς να εξετάζεται ο όρος σε βάθος. Στην πολιτική, πέρα από τις δηλώσεις και τις διακηρύξεις των φορέων της για το ζήτημα, φαίνεται να υπάρχει και μια συγκαλυμμένη άποψη η οποία θεωρεί τη διαφθορά ως ‘αναπόφευκτο κακό’ και ‘μέρος του παιχνιδιού’ τη σημερινή εποχή.

Για τα ΜΜΕ από την άλλη πλευρά, η διαφθορά παραμένει πάντα μια ιστορία των πρωτοσέλιδων, πολύτιμη για εντυπωσιασμό και για την επικέντρωση σε πρόσωπα. Ταυτόχρονα, η διαφθορά νοείται ως ‘κοινωνική νόσος’ για την ίαση της οποίας χρειάζεται η δέσμευση του συνόλου της κοινωνίας. Μόνο η αστυνομία διαφοροποιείται, δίνοντας έμφαση στην τόνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και την αποκατάσταση των ηθικών αξιών, ενώ η δικαιοσύνη την ενίσχυση της νομοθεσίας.

Καταδεικνύεται πως οι αιτίες του φαινομένου της διαφθοράς εκφράζουν δύο τάσεις/οπτικές. Ατομικιστική-ηθική οπτική, κατά την οποία η διαφθορά θεωρείται αποτέλεσμα ορθολογικής επιλογής και αντικατοπτρίζει την κατάπτωση των ηθικών και κοινωνικών αξιών και τη χαμηλή ηθική στάθμη των ατόμων που εμπλέκονται σ’ αυτήν. Κοινωνική-δομική οπτική, σύμφωνα με την οποία η διαφθορά είναι προϊόν και παρενέργεια της ‘στρεβλής’ οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του ελληνικού κράτους, της κρατικοδίαιτης ιδιωτικής οικονομίας, της κερδοσκοπίας, του φιλελευθερισμού και της αδυναμίας του κράτους να ανταποκριθεί στα δικαιώματα και τις ανάγκες των πολιτών. Με βάση τις συνεντεύξεις που έγιναν στη σχετική έρευνα, η διαφθορά θεωρείται ότι διευκολύνεται από τον νομοθετικό πληθωρισμό, τη χαμηλή ποιότητα των νόμων, τις προβληματικές συνθήκες εργασίας και την υποδομή των δημοσίων υπηρεσιών, την έλλειψη επαγγελματικού ήθους, τη χαμηλή ποιότητα της πολιτικής ζωής και των πολιτικών προσώπων του τόπου και τη διαπλοκή ανάμεσα στα πολιτικά πρόσωπα και τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, γεγονός που προκαλεί τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στους κρατικούς θεσμούς και την κατάρρευση των κοινωνικών αξιών. Η διαφθορά ενισχύεται εξάλλου, από τον καταναλωτισμό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, την απληστία, τη χαμηλή ποιότητα εκπαίδευσης, τη διάβρωση του πολιτισμού, την αύξηση της ανοχής απέναντι στην παραβίαση των νόμων και την καχυποψία στο κράτος.

Το να ορίσεις τη διαφθορά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κάθε ορισμός του φαινομένου είναι μερικός και ημιτελής, αντικατοπτρίζοντας το νομικό και κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αποδίδεται νόημα στις πράξεις. Αντανακλά αφετέρου, τις ενέργειες και τα συμφέροντα εκείνων που συμμετέχουν στον χαρακτηρισμό διαφόρων πρακτικών ως ‘διαφθορά’. Έτσι, η διαφθορά αποτελεί περισσότερο μία κοινωνική κατασκευή παρά ένα συγκεκριμένο και σαφές παγκόσμιο φαινόμενο από το οποίο λείπει ο κατάλληλος τεχνικός ορισμός, δηλαδή ένας εργαλειακός, λειτουργικός ορισμός. Ακόμη, αποτελεί μάλλον μία εν εξελίξει κατασκευή συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων, παρά μία ενέργεια για τον προσδιορισμό της ‘αντικειμενικής πραγματικότητας’ της διαφθοράς, η οποία θα οδηγήσει οπωσδήποτε στη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπισή της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρακτικές, όπως η δωροδοκία ή οι πολιτικές πελατειακές σχέσεις, συνιστούν προϊόν ρητορείας και ‘κοινωνικής κατασκευής’ συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός κάποιων ενεργειών ως ‘διαφθορά’ είναι εκείνος που εξυπηρετεί πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς.

Η σχέση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη διαφθορά είναι πιο σύνθετη απ’ ό, τι παρουσιάζεται. Αρκετοί επιστήμονες υιοθετούν έναν τρόπο σκέψης, ο οποίος συνδέει ορισμένα πολιτισμικά γνωρίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών και των χωρών της ημι-περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, με τη διαφθορά. Εντούτοις, ο ρόλος, παραδείγματος χάρη, των δυτικών αξιών και η σύνδεσή τους με τις κοινωνικές διαδικασίες και πρακτικές των αναπτυσσόμενων χωρών στην παραγωγή του φαινομένου της διαφθοράς, εξετάζεται σπανίως. Το ίδιο ισχύει και όταν συγκρίνονται θεσμοθετημένες πρακτικές των ανεπτυγμένων χωρών με τις ‘πελατειακές’ πρακτικές οι οποίες ακολουθούνται από τις υπόλοιπες. Για παράδειγμα, στις ανεπτυγμένες χώρες διορισμοί σε υψηλόβαθμες θέσεις εξετάζονται ή επικυρώνονται από το νομοθετικό σώμα για την επιβράβευση της προσήλωσης ή θεωρούμενες ως μέσο για την ενίσχυση της συμμόρφωσης και του σεβασμού των επιλεγόμενων ατόμων, και όχι ως πελατειακές σχέσεις, προσοδοθηρία και άρα, διαφθορά.

Όπως οι επιστήμονες, έτσι και οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι τοποθετούν, αν και με διαφορετική ένταση, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον (καθαρό) Βορρά και τον (διεφθαρμένο) Νότο. Αρκετοί Έλληνες κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, επικοινωνιολόγοι κ.ά. έχουν μελετήσει το ελληνικό κοινωνικό σύστημα στη βάση των διαφορών και όχι των ομοιοτήτων του με άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τις ιδιαιτερότητες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε το Νέο Ελληνικό Κράτος μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι επομένως φυσικό να δίνει η αφετηρία της έρευνας και το νόημα στα θέματα που εξετάζονται, διότι άλλα πράγματα καταλαβαίνουμε όταν μελετάμε, για παράδειγμα, την εγκληματικότητα ως προϊόν της αλλαγής στις σχέσεις εξουσίας και άλλα, αν την εξετάζουμε ως κρίση αξιών ή ως απειλή της εσωτερικής ή δημόσιας ασφάλειας. Ακολούθως, η διαφορετική διάγνωση για τις αιτίες του προβλήματος, συνεπάγεται και διαφορετική αντιμετώπιση και "θεραπευτικές" μεθόδους.

Η εμπιστοσύνη είναι συστατικό στοιχείο για τη λειτουργία της κοινωνίας πολιτών, η οποία παρεμπιπτόντως θεωρείται αδύναμη στην Ελλάδα, παρόλο που τελευταία η άποψη έχει αρχίσει να αναθεωρείται. Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία διαφόρων μηχανισμών ελέγχου κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας για την πάταξη της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας, δεν δείχνει εμπιστοσύνη του κράτους προς τους πολίτες, αλλά ούτε και προς τους ίδιους τους μηχανισμούς του. Η κατάσταση σχετίζεται τόσο με τις γενικότερες εξελίξεις στον πολιτικό και οικονομικό τομέα της χώρας, όσο και των αντίστοιχων τάσεων που επικρατούν παγκοσμίως.

Τέλος, ο κύριος όγκος των προτάσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος ανταποκρίνεται στην κυρίαρχη άποψη για τη διαφθορά (έλεγχος της πολυνομίας, εφαρμογή των νόμων, αλλαγή των αξιών, εκπαίδευση κ.ά.). Είναι όμως μάλλον απίθανο να ‘επιλυθούν’ τέτοια προβλήματα, χωρίς κοινωνικές αλλαγές (συμμετοχή των πολιτών, δίκαιο φορολογικό σύστημα και εφαρμογή του νόμου κ.ά.). Διαφορετικά, οι προτάσεις αυτές δεν θα είναι τίποτε περισσότερο παρά μία προσπάθεια μείωσης των συνεπειών του προβλήματος.

Η διαφθορά δεν είναι ούτε ζήτημα ηθικής ούτε εμπεδωμένων συμπεριφορών. Είναι το αποτέλεσμα σοβαρών κοινωνικών ή οργανωτικών προβλημάτων για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει ‘μία λύση’. Για να είναι επιτυχημένες οι όποιες στρατηγικές καταπολέμησης του φαινομένου πρέπει να συνδέουν πολλά περισσότερα στοιχεία. Ανάμεσα σ’ αυτά, ο επαγγελματισμός είναι από τα πιο σημαντικά. Ωστόσο, ο επαγγελματισμός απαιτεί διαφάνεια, υπευθυνότητα και λογοδοσία. Επιπλέον, η ‘ακεραιότητα’, η ανιδιοτέλεια, η αντικειμενικότητα, η ευθύτητα, η εκπαίδευση, η στήριξη, ο έλεγχος και ο ρεαλισμός, πρέπει να είναι οι λέξεις-κλειδιά για ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, για να εξασφαλίσει, πρώτον, την αυτοεκτίμησή της, και δεύτερον, για να καταπολεμήσει τη διαφθορά και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Ομοίως, μένει να αποδειχτεί εάν και κατά πόσο κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο μιας καλής διακυβέρνησης, τις οποίες η πλειονότητα των ερωτώμενων εξήρε, μπορούν να ανατρέψουν τις ισορροπίες ‘διεφθαρμένων πρακτικών’. Πόσο σημαντικές είναι οι άτυπες δομές και τα κοινωνικά δίκτυα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων; Ποιος είναι ο ρόλος των διεθνών οργανισμών στην καταπολέμηση της διαφθοράς; Ποια είναι η συμβολή των πολυεθνικών εταιρειών στην ενθάρρυνση ή τον περιορισμό του φαινομένου; Από αυτές τις προσπάθειες δεν είναι δυνατό να εξαιρεθούν οι μεγάλες, ισχυρές και ‘καθαρές’ από τη διαφθορά χώρες, οι οποίες συνεισφέρουν άμεσα ή έμμεσα στην παραγωγή ή/και αναπαραγωγή της διαφθοράς. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να συμβαδίζει με ερμηνείες για τη διαφθορά επί τη βάσει της εθνικής παράδοσης, του πολιτισμού, της γεωγραφικής περιοχής, της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς κ.ά. Τέτοιες ερμηνείες είναι όχι μόνο απλουστευτικές και ξεπερασμένες, αλλά και το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να αναπαράγουν στερεότυπες αντιλήψεις, σαν αυτές που αναπαράγουν κατά καιρούς οι σταυροφόροι της διαφάνειας.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πλαίσιο συμπερασμάτων.

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω σε βάθος αναλυθέντα χαρακτηριστικά της διαφθοράς στη χώρα μας, είναι η κατ’ αρχήν εδραιωμένη αντίληψη πως για να γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις στο ζητούμενο της καταπολέμησης της, προϋποθέτουν τη συνολική αλλαγή της συγκρότησης τόσο της κοινωνίας, όσο και των οργανωμένων της θεσμών. Μια προοπτική μάλλον αποθαρρυντική για την προσπάθεια επίλυσης του μέγιστου προβλήματος της διαφθοράς, στο πλαίσιο της σημερινής, νεοταξικής, νεοφιλελεύθερης, μονεταρίστικης κεντρικής επιλογής των διαχειριστικών συστημάτων των «δημοκρατιών της αγοράς» όπως η Ελληνική.
Είναι ωστόσο κοινά παραδεκτό πως στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα των σύγχρονων αστικών κοινωνιών, χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, έχουν ολοκληρώσει μέσα από την ιστορία τους, έναν κύκλο ωρίμανσής των ως κοινωνίες, με πλήρη ανάπτυξη, τόσο των ιδιαίτερών τους πολιτισμικών χαρακτηριστικών όσο και της εθνικής τους συνείδησης και του πολιτικού τους μοντέλου. Με βασική πολιτική κληρονομιά τη λογική του «τίποτε δεν είναι πάνω από το έθνος» οι δύο αυτές χώρες, παραμένουν ουσιαστικά και οι πόλοι - σημεία αναφοράς στο παγκόσμιο κοινωνικό process. Και με κύρια στοιχεία της δομής των συστημάτων τους φυσικά, την αυτοτέλεια, την χάραξη εξωτερικής πολιτικής πάντα σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, την ανάπτυξη διπλωματίας επιρροής και φυσικά την ανάπτυξη μηχανισμών κατά της διαφθοράς.
Χώρες μεταναστών με μικρή πολιτική διαδρομή όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, αν και δεν ολοκληρώθηκαν ιστορικά, απολαμβάνουν τους ίδιους καρπούς, μέσα από έναν διαφορετικό μοντέλο: Της αποδοχής των αρχών του αμερικάνικου constitution (συντάγματος), που συνέταξαν οι ιδρυτές του Madison και Jeferson, μετά την αμερικανική επανάσταση. Το Σύνταγμα αυτό των ιδρυτών των Η.Π.Α., που ήταν φιλέλληνες και λάτρεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης, στηρίχθηκε σε μια απλή αλλά άκρως αποτελεσματική κεντρική πολιτική λογική, σε σχέση πάντα και με την πρόληψη της διαφθοράς: Της διάκρισης εξουσιών.
Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, στα πολιτειακά δικαστήρια, οι δικαστές είναι αιρετοί κατευθείαν από τον λαό, στον οποίο και λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους. Από την πλευρά τους, οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court) διορίζονται μεν από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά οι θέσεις τους είναι ισόβιες και κανείς εκτός από τον φυσικό θάνατο δεν μπορεί να τις παύσει. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει τη δυνατότητα να διορίσει ανώτατο δικαστή μόνο όταν ένας από αυτούς αποβιώσει ή παραιτηθεί λόγω υγείας.
Σε αυτό το σύστημα δικαίου το οποίο να υπενθυμίσουμε και πάλι πως θεσμοθετήθηκε και προστατεύεται από Σύνταγμα των ΗΠΑ (Constitution) το οποίο και θεμελίωσαν οι αρχαιοελληνολάτρεις Madison και Jeferson βασίζοντας την πολιτική τους σκέψη για την απονομή δικαίου, στην αρχαιοελληνική Ηλιαία. Όπου ο δικαστής τηρεί με ευλάβεια τη δικονομία, ο δημόσιος κατήγορος (εισαγγελέας) δεν είναι «ισταμένη δικαιοσύνη» μοχλός δηλαδή του συστήματος όπως στην Ελλάδα, αλλά αιρετός από τους δικηγόρους της εκάστοτε δικαστικής περιοχής και ο τελικός κριτής είναι ο λαός, το σώμα δηλαδή των ενόρκων πολιτών, που αποφασίζουν για το «ένοχος ή μη ένοχος». Παράλληλα, οι δικαστές εφαρμόζουν κατά κανόνα το νόμο και το Σύνταγμα χωρίς να έχουν το φόβο της εκτελεστικής εξουσίας, και ανεξάρτητα από τα δικά της πολιτικά συμφέροντα.
Για να γυρίσουμε στα της Ελλάδας, θα δούμε πως το 1821 βάζει τη βάση για την δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας για την ανύπαρκτη έως τότε - ακόμη και ως γεωγραφικός όρος - Ελλάδα. Αφυπνίζεται το ελληνικό «πνεύμα» ως να βρισκόταν σε χειμερία νάρκη 400 ετών και πλέον. Κάτω από αντίξοες συνθήκες, υπό την ατσάλινη εποπτεία της Γηραιάς κυρίως Αλβιόνας, το έθνος στέκεται στα πόδια του και επαναθέτει ως ζητούμενο την εθνική του ταυτότητα και τις πολιτιστικές του ιδιαιτερότητες. Έτσι, την ίδια ώρα που ως στόχος τίθεται η ανασύσταση του ελληνικού έθνους που ούτως ή άλλως θα δημιουργούνταν μέσα από το κλίμα του φιλελληνισμού και του σκληρού και αποφασισμένου πυρήνα των επαναστατών του ΄21, ταυτόχρονα οργανώνεται και το θεμέλιο της νέας πραγματικότητας . Η Ελλάδα μπαίνει σε μια φάση ασφυκτικής κηδεμονίας από τις μεγάλες δυνάμεις, με τελικό «εργολήπτη» την Μεγάλη Βρετανία, που καταρχήν ορίζει και διορίζει τους πρώτους ηγεμόνες της, προερχόμενους από τα σαλόνια των ευρωπαϊκών βασιλικών δυναστειών. Στην ουσία, η κηδεμονία της νεοσύστατης χώρας, αρχίζει το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όπου οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, αυτοανακηρύσσονται Προστάτιδες της Ελλάδας και ξεκαθαρίζουν ότι «δεν έχουν μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να επεμβαίνουν για τη διατήρηση της ησυχίας και της τάξης στη χώρα». Από κείνη κιόλας την στιγμή, τίθενται και τα θεμέλια του ετεροκαθορισμού της όποιας παραγωγής πολιτικής των κατά κανόνα διορισμένων ηγετών της πατρίδας, που μέχρι σήμερα, ανακυκλώνονται σταθερά στο ίδιο πάντα μοτίβο: Επιλογή του μεγάλου αφεντικού και ανταγωνισμός απλά για το ποιος θα εκπροσωπήσει καλύτερα τα αλλότρια κυρίως συμφέροντα. Με εξαίρεση μέσα σε 180 χρόνια, τα δύο φωτεινά διαλείμματα του Χαρίλαου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έτσι, από τον γιατρό του Αλί Πασά Ιωάννη Κωλέττη του «γαλλικού κόμματος» περάσαμε στο «στρατηγέ Σκόμπυ ιδού ο στρατός σας» του Γεωργίου Παπανδρέου και στο «ευχαριστώ τους Αμερικάνους» για τα Ίμια, του Κωνσταντίνου Σημίτη. Από τους φαναριώτες Χατζηαβάτες της Μεγάλης Πύλης, περάσαμε στους αυλικούς των διαφόρων καθεστώτων.

Ακόμη, μέσα από τα αλλεπάλληλα λατινοαμερικάνικου τύπου προνουντσιαμέντα των επαγγελματιών στρατιωτικών, βιώσαμε διαφόρων τύπων «επαναστάσεις» που επενέβησαν για να επιβάλλουν ξενόφερτες κυβερνήσεις, να διώξουν και να επαναφέρουν βασιλείς ή για να επιβάλλουν τις ιδιωτικού τύπου δικτατορίες τους. Και τέλος, έγινε αποδεκτή ως μια ιδιότυπη «κατάρα» μέσα στο διάβα των δύο αιώνων από την παλιγγενεσία, η ανακύκλωση του ιδίου και απαράλλακτου τύπου ανάπτυξης του εγχώριου επιχειρηματικού - παραγωγικού δυναμικού της χώρας: Μεταπρατικού τύπου επιχειρήσεις, με επιχειρηματίες που σε αντίθεση με τον λαό, δεν ανέπτυξαν ποτέ εθνική συνείδηση αφενός στα πρότυπα του ευρωπαϊκού μοντέλου «nation above everything», αφαίμαξαν αφετέρου τον τόπο. Στηρίζοντας σταθερά την διαφθορά των κάθε λογής εκ των έξω επιβαλλόμενων διαχειριστικών - τύπου προτεκτοράτου - πολιτικών συστημάτων και «επενδύοντας» σε τραπεζικούς λογαριασμούς κυρίως του εξωτερικού, τα παραγόμενα οικονομικά μεγέθη των αντιπαραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Με αποτέλεσμα φυσικά, δύο σχεδόν αιώνες μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, η οικονομία του να στηρίζεται ακόμη στον παραπαίοντα αγροτικό τομέα και στις υπηρεσίες που παρέχει η Ελλάδα με το ανεπαρκές τουριστικό της μοντέλο, ενώ η διαφθορά στο σώμα του κεντρικού διαχειριστικού κατεστημένου, αιρετού ή διορισμένου, να είναι μόνιμος και κοινός παρανομαστής.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε πλήρη αντίθεση με το αρχαιοελληνικό μοντέλο που ακολούθησαν οι νεοσύστατες αγγλοσαξωνικές χώρες, βρίσκεται το Ελληνικό Σύνταγμα. Μετά τη συμφωνία μάλιστα των μεγάλων δυνάμεων του 1830, ήταν και παραμένει εν μέρη δοτό από ξένες μοναρχίες και οι όποιες αναθεωρήσεις του έγιναν με γνώμονα πάντα τον ετεροκαθορισμό του στις κατά περίπτωση ισορροπίες της «πολιτικής των κανονιοφόρων». Το Σύνταγμα αυτό δίνει το δικαίωμα στον πολιτικό να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, θεωρώντας τον ανίκανο να συνεργαστεί με συναδέλφους του από άλλα κόμματα. Θεωρεί ανίκανο τον πολίτη να ψηφίζει απευθείας τους δικαστές του, του στερεί το κριτήριο της αθωότητας (αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου), του ζητάει να προσκομίσει δικαιολογητικά για να αποδείξει ότι δεν χρωστάει σε ασφαλιστικά ταμεία πριν να του επιτρέψει να μεταβιβάσει ακίνητα, θεωρεί το «Κράτος» ως μια άυλη συλλογική υπόσταση η οποία ως παράγωγο των παλαιοπρωσικών λογικών, είναι «άγιο», όπως η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανού Αυτοκράτορα, Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα. Σε πλήρη αντίθεση με την αρχαιοελληνική σκέψη, η οποία θεωρεί τους ταγούς του «Δήμου» ως εν δυνάμει παραβάτες, όπως και τον τελευταίο Αθηναίο Πολίτη. Μια λογική που ισχύει τουλάχιστον ως αρχή, στις νεοσύστατες αγγλοσαξωνικές δημοκρατίες όπως των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας των οποίων τα συντάγματα είναι γεννήματα της σκέψης των Madison και Jefferson και όπου ο τελευταίος αστυνομικός, μπορεί να συλλάβει τον όποιο κορυφαίο πολιτικό, από υπουργό και γερουσιαστή μέχρι το μέλος του οποιουδήποτε δημοτικού συμβουλίου.
Ένα ακόμη τεράστιο πρόβλημα είναι ακόμη, το μοντέλο του «κυβερνητικού βουλευτή» (που διορίζει και μεταθέτει δημοσίους υπαλλήλους) και η προσκόλληση του στις επιταγές της κυβέρνησης, καθιστά αδύνατη την απαραίτητη εκείνη αναγκαιότητα για την διάκριση εξουσιών που συνεπάγεται την ελαχιστοποίηση της διαφθοράς. Παράλληλα, οι ειδικές προστασίες που παρέχονται στους πολιτικούς, με την ασυλία από τη μία πλευρά και το νομοθετικό πλαίσιο που για να καταδικάσει δημόσιο λειτουργό σε περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος προϋποθέτει ύπαρξη δόλου, κάνουν την δυνατότητα ελέγχου της διαφθοράς, δυσκολότερη. Μια τερατώδης διαπλοκή εξουσιών η οποία είναι και το φυτώριο που αναπαράγει συνεχώς τα αδιέξοδα που προκαλεί ως γάγκραινα η διαφθορά στο σώμα του πολιτικού συστήματος.

Οι προτάσεις του Πατριωτικού Μετώπου.

Με βάση τις παραπάνω αναλύσεις του φαινομένου της διαφθοράς, οι προτάσεις του Πατριωτικού Μετώπου, δεν μπορούν παρά να είναι ενταγμένες στο πλαίσιο της ανάπτυξης στο μέγιστο βαθμό, της διάκρισης εξουσιών. Ακόμη, επειδή οι προτάσεις αυτές προϋποθέτουν και τη ριζική μεταρρύθμιση στον χώρο της δικαιοσύνης, συνυποβάλλονται μαζί με αυτές για τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Άρειος Πάγος
Τα μέλη του Αρείου Πάγου, είναι ισόβια. Η κυβέρνηση, δικαιούται να αντικαταστήσει Ανώτατο Δικαστή, μόνον όταν ένας από αυτούς αποβιώσει ή παραιτηθεί για λόγους υγείας ή άλλους σημαντικούς για το λειτούργημά του λόγους. Ο όποιος νεοδιοριζόμενος Ανώτατος Δικαστής, θα πρέπει να έχει την έγκριση της Βουλής, σε ποσοστό 2/3 των ψήφων της.
Εφετεία
Τα εφετεία της χώρας, μετατρέπονται όλα σε πλήρη Ορκωτά Δικαστήρια. Ο Εφέτης Δικαστής ρυθμίζει τα της δικονομίας, οι ένορκοι πολίτες, αποφασίζουν για το «ένοχος, μη ένοχος, πέρα από κάθε αμφιβολία», με θεσμοθέτηση της νομικής αντίληψης του τεκμηρίου της αθωότητας, όπου ο δημόσιος κατήγορος, πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του.
Δημόσιος κατήγορος – Εισαγγελέας.
Κατάργηση του σημερινού τύπου της «ισταμένης δικαιοσύνης». Θεσμοθέτηση του αιρετού δημόσιου κατήγορου, εκλεγμένου κατευθείαν από τον λαό και επιλεγμένου από τα μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων της περιοχής του Εφετείου, μετά από δεκαετή τουλάχιστον επιτυχή υπηρεσία των ως Δικηγόρων Υπεράσπισης. Ο Αιρετός Δημόσιος Κατήγορος, έχει δικαίωμα να διορίζει από τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου της περιοχής του Εφετείου του, τους Βοηθούς Εισαγγελείς. Ο αριθμός των Βοηθών Εισαγγελέων, είναι ανάλογος του πληθυσμού που καλύπτει η έδρα του Εφετείου του.
Νομοθετικές παρεμβάσεις, δικονομικές διαδικασίες και ποινές κατά των ενόχων για διαφθορά σε βάρος του Δημοσίου.
1. Κατάργηση της Βουλευτικής Ασυλίας.
2. Κατάργηση κάθε νόμου προστασίας των πολιτικών. (Νόμος περί ευθύνης υπουργών κλπ).
3. Αλλαγή του σημερινού νομοθετικού πλαισίου περί «παράβασης καθήκοντος» και κατάργηση της υφιστάμενης ρύθμισης περί αναγκαιότητας «ύπαρξης δόλου» για την καταδίκη του παρανομούντος δημοσίου λειτουργού. Η παράβαση καθήκοντος, αυτομάτως δικαιολογεί και την ποινική και αστική ευθύνη του καταδικασθέντος.
4. Θεσμοθέτηση και ενεργοποίηση του actio popularis στο νομικό μας οπλοστάσιο, το οποίο δίνει το δικαίωμα στον Έλληνα πολίτη, να προσφύγει στη δικαιοσύνη, με βάση την αποδοχή από το δικαιοδοτικό μας σύστημα, της «ενεργητικής του νομιμοποίησης».
5. Οι κατηγορούμενοι για διαφθορά σε βάρος του δημοσίου (δωροδοκούντες και δωροδοκούμενοι), οδηγούνται κατ’ ευθείαν στα πλήρως Ορκωτά Εφετεία, με δυνατότητα προσφυγής μόνο στον Άρειο Πάγο.
6. Οι ποινές που επιβάλλονται στους καταδικασθέντες για διαφθορά σε βάρος του Δημοσίου είναι:
Α. Κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, προσωπικής και οικογενειακής υπέρ του Δημοσίου.
Β. Ένταξή των καταδικασμένων για διαφθορά σε βάρος του Δημοσίου, υπό την εποπτεία Κρατικού Κοινωνικού Λειτουργού, έτσι ώστε να διαπιστώνεται ότι ο βίος αυτών και της οικογένειάς των, δεν συντηρείται παρά μόνον με τα βασικά είδη διατροφής, μετακίνησης κλπ.
Γ. Επιβολή ποινής κάθειρξης άνω των 10 ετών, σε περίπτωση που παραβιάζονται από τον καταδικασθέντα για διαφθορά σε βάρος του Δημοσίου, οι προδιαγραφές διαβίωσης, όπως αυτές ορίζονται από το αρμόδιο Δικαστήριο και επιβλέπονται από τον Κρατικό Κοινωνικό Λειτουργό.
ΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
Δημιουργία Ειδικού Σώματος Δίωξης Διαφθοράς Δημοσίων Λειτουργών, Αιρετών και Διορισμένων.

1. Συγκροτείται Ειδικό Σώμα Δίωξης Διαφθοράς Δημοσίων Λειτουργών, Αιρετών και Διορισμένων, αποτελούμενο από πανεπιστημιακής μόρφωσης ειδικούς ερευνητές-αστυνομικούς.

2. Το Σώμα, διοικητικά-μισθολογικά, εντάσσεται υπό την Προεδρία της Δημοκρατίας και ελέγχεται-απολογείται σε δημόσια συνεδρίαση, σε αρμόδια Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων.

3. Η πρόσληψη και η απόλυση των στελεχών του Σώματος, εγκρίνεται από τα 2/3 της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων.

4. Η μισθολογική και υπηρεσιακή ανέλιξη των στελεχών του Σώματος, συναρτάται άμεσα με τις συλλήψεις διεφθαρμένων Δημοσίων Λειτουργών, Αιρετών ή Διορισμένων, η οποία σαφώς περιγράφεται στον εσωτερικό κανονισμό του Σώματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο αναγνώστης της ανάλυσης-πρότασης αυτής του Πατριωτικού Μετώπου, είναι σίγουρο πως θα έχει μια βασική ένσταση: Την δυνατότητα υλοποίησης των προτεινομένων μεταρρυθμίσεων, μέσα στο υφιστάμενο πολιτικό-δικαιοδοτικό παλαιοπρωσικό σύστημα της Πατρίδας μας.
Αυτό είναι και το κομβικότερο σημείο, στο πλαίσιο όλων των θέσεων και προτάσεων του ΠΑΜ: Η ανάγκη δηλαδή να αντιληφθούμε πως αυτού του τύπου η Ελλάδα που βιώνουμε σήμερα σε όλες της τις διαστάσεις, δεν μπορεί, δεν γίνεται να συνεχίσει να υφίσταται. Αυτή η σημερινή Ελλάδα, ή θα αποφασίσει να αλλάξει συνολικά, παίρνοντας δύναμη και ψυχή από τους αρχιμάστορες πρόγονούς μας και διδασκόμενη από τους αγώνες των Λαών για αξιοπρέπεια και πραγματική Δημοκρατία, ή θα περάσει σε μια μακρόχρονη περίοδο βαθειάς και σκοτεινής ηθικής, οικονομικής, πολιτικής, και εθνικής σκλαβιάς. Και η απάντηση του Πατριωτικού Μετώπου σε αυτό το ιστορικό ερώτημα, είναι σαφής:

ΤΑ ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΟΛΑ. ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, ΝΑ ΧΤΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ. ΜΕ ΣΤΕΡΕΑ ΥΛΙΚΑ, ΔΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΑ ΙΕΡΑ. ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ.





Διαβάστε περισσότερα...
0 σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια: