Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 2010
ΜΝΗΜΕΣ (Εμφύλιος)
Του Θανάση Ι. Νικολαΐδη
thanikolaidi@hotmail.com
Το σιντριβάνι
ΔΕΝ ήταν μοναχά στολίδι. Κτίστηκε από ανάγκη το σιντριβάνι. Σχεδόν κάτω απ’ τον πλάτανο στην άκρη της μεγάλης πλατείας, λίγες εκατοντάδες μέτρα απ’ την είσοδο στην κωμόπολη. Ένας κύκλος μάρμαρα η πλευρική του επιφάνεια σε σχήμα χαμηλού κυλίνδρου και δυο βρύσες αντικριστές, να ....ρίχνουν μέρα-νύχτα το νερό, χωρίς ποτέ να το γεμίζουν. Στην «έξοδο» μια κάνουλα το φρόντιζε να μη γεμίζει ποτέ του, μα κι ούτε ν’ αδειάζει. Δεν έπλεναν εκεί νοικοκυρές, μόνο καμιά φορά τα ζώα σταματούσαν για να πιουν νερό. Δυο τρία διψασμένα βουβάλια, κατά το σούρουπο, με αργές κινήσεις και χωρίς τη βουκέντρα του κύρη τους, έπιαναν θέση τριγύρω στο σιντριβάνι, έχωναν τη μούρη στο νερό κι αρχίζαν’ να ρουφάνε. Με τον γελαδάρη τους να νιώθει ανήσυχος που δεν ήταν «νόμιμο» αυτό και τα παιδιά τριγύρω να κοιτάμε την κοιλιά τους που όλο φούσκωνε, μέχρι ν’ αδειάσει από νερό το σιντριβάνι, να μείνουν κατακάθια. Αν καμιά φορά έμενε άδειο, ήταν κακό σημάδι. Για χίλια δυο που θα συνέβαιναν ‘κείνες τις άγριες μέρες. Μόνο αν βλέπαμε νοματαίους να το καθαρίζουν μια δυο φορές το χρόνο, ησύχαζε η σκέψη. Και το’ χαμε καμάρι μικροί, μεγάλοι. Για τα «ζα», που στην ανάγκη θα ξεδίψαγαν με το θολό νερό του, για ‘κείνο το αδιάκοπο κελάρυσμα κι ας μην ήταν φυσικό κελάρυσμα πηγής στην εξοχή.
ΚΑΜΙΑ νοικοκυρά δεν έπλενε στο σιντριβάνι. Η μεγάλη μπουγάδα για τα «χοντρά» ήταν ετήσια δουλειά, τις μέρες της άνοιξης, πριν τη Λαμπρή. Με τη σκάφη στον ώμο, δυο- δυο κατέβαιναν στην άκρη του γκρεμού. Εκεί το ρέμα το μικρό, που στέρευε το καλοκαίρι κι άρχιζε δειλά να τρέχει τώρα που όλα ‘μέρευαν, μετά τον κρύο χειμώνα. Εκεί θα διάλεγαν το καθαρότερο νερό στο φυσικό γιαλάκι, θ’ απίθωναν τη σκάφη και, φορώντας το τσεμπέρι μη πέφτουν τα μαλλιά στο πρόσωπο, θα δένανε τη φούστα κόμπο λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο για να μη βραχεί και θ’ άρχιζαν την πλύση. Ύστερα αναλάμβανε ο…κόπανος. Καθώς ανεβοκατέβαινε χτυπώντας το διπλωμένο ρούχο, τη φλοκάτη, την κουβέρτα, το κιλίμι, σταματούσαμε ν’ ακούσουμε τον ήχο με την περίεργη καθυστέρηση. Μας το’ παν στο σχολειό και το κρατήσαμε. Να μετράς σε δευτερόλεπτα το χρόνο απ’ το χτύπημα ως το άκουσμα κι αυτό επί την ταχύτητα του ήχου. Το ίδιο με τον κεραυνό, με την ταχύτητα του φωτός, για να υπολογίσεις πού έπεσε.
ΨΑΡΕΥΑΜΕ στο ρέμα που τα καλοκαίρια ήταν στάσιμα τα λιγοστά νερά του χώνοντας τις χούφτες κάτω απ’ τις πέτρες, μέχρι που το δάγκωμα ενός καβουριού να μας σκίσει το δάκτυλο και να ριζώσει το φόβο στην ψυχή. Το ίδιο πάθαινες, αν ψάχνοντας για ψάρι κάτω απ’ το βράχο σου ‘γλυφε τα δάχτυλα μια νεροφίδα. Τραβιόσουν απότομα, αλλά τώρα δεν ήταν φόβος. Ήταν μια ανατριχίλα ανάκατη με αηδία στη θέα του ακίνδυνου ερπετού, που κι αυτό έφευγε τρομαγμένο, σε μια τροχιά ημιτονοειδούς καμπύλης.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ κι είχε σφυρίξει ο χωροφύλακας. Το τρίτο σφύριγμα ήταν ειδοποίηση πως θα’ κλεινε και το τελευταίο μαγαζί. Πάνω, κάτω ο χωροφύλακας κι ήταν ο νόμος ζωντανός. Ένας ψηλός, ξερακιανός, με ύφος αυστηρό, που δεν γέλασε ποτέ του. Δεν είχες κότσια ν’ αντιμιλήσεις, ν’ αντισταθείς, να αγνοήσεις την προσταγή του, να νιώσεις το βλέμμα του να σε καρφώνει.
ΤΕΛΟΣ’ κείνη τη μέρα η δουλειά, ήρθε το βράδυ, πλακώνει σε λίγο το σκοτάδι. Το φως μέχρι τις δώδεκα κι ύστερα σκότος. Τέλειωσε η μέρα, πάμε για ύπνο. Οι ΜΑΥδες στο πόστο τους, οι «αρχές» δεν ανησύχησαν για σήμερα, το κράτος δεν κοιμάται. Το’ χει χρέος του να νοιαστεί για το σήμερα και για το αύριο των ανθρώπων του. Και για την «ιδεολογία» που το τρέφει, το κρατάει ζωντανό και που να τη διαδώσει με το στανιό.
ΚΟΝΤΕΥΕ να ξημερώσει κι ήταν σίγουρο πως δεν θα χτυπούσαν οι αντάρτες. Ποιος ξέρει γιατί, χτύπησαν ξημερώματα. Χωρίς τις γνώριμες «προειδοποιητικές», χωρίς κάποιες κραυγές να σκίζουν τον αγέρα σφίγγοντας τις ψυχές και τις καρδιές να μη χωρούν στα στήθια.
ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ χτύπησαν το σιντριβάνι. Το ανατίναξαν. Το’ κάνανε κομμάτια, μαζί με την καρδιά μας. Δεν άντεξαν τα μάρμαρα τη δύναμη της έκρηξης, γίναν’ 3-4 μεγάλα κομμάτια κι άλλα μικρά που σκόρπισαν τριγύρω.
ΜΑΖΕΥΤΗΚΕ κόσμος το πρωί, με τρόμο και απορία. Το σιντριβάνι δεν υπήρχε κι ο πλάτανος δίπλα κι αυτός χίλια κομμάτια. Την άλλη μέρα, σήκωσαν τα μάρμαρα τεχνίτες, τα ένωσαν, ξανάδωσαν το αρχικό του σχήμα, περιέσφιξαν με φαρδιά μεταλλικά σιρίτια τα κομμάτια κι έφυγαν. Ποτέ του, ωστόσο, δεν ξανάγινε το σιντριβάνι το παλιό που ξέραμε, εκείνο που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο παιδικό μυαλό.
Ο πλάτανος
ΧΡΟΝΙΑ εκεί κι όλο μεγάλωνε τη σκιά του. Είδε πολλά ο πλάτανος κι άλλα τόσα είχε να δει, αν κάποιοι δεν του κόνταιναν, απότομα, μια νύχτα τη ζωή. Εκεί ξαπόσταινες, στης φυλλωσιάς τον ίσκιο, στην άκρη της πλατείας, με τα μικρά τα μαγαζιά, τα κάρα, τα φτωχόσπιτα. Εκεί σου χάιδευε τ’ αυτιά το αγέρι, γαλήνευες, όσο μπορεί το θρόισμα να γαληνέψει μια ψυχή για χίλια αγριεμένη, μέρα και νύχτα τρομαγμένη. Σου ‘μέρευε την ψυχή, μέχρι άλλα κι άλλα να την τρομάξουν.
ΜΠΟΡΕΣΕ κι άντεξε ο γεροπλάτανος, κόντρα σε μπόρες και πολέμους. Σφαίρες τον πλήγωσαν, τσεκούρια τον πελέκησαν, καρφιά του κέντησαν τη φλούδα, μα τίποτα δεν μπόρεσε την περηφάνια του να λιγοστέψει.
ΔΕΝ το’ χε η μοίρα του κι ήρθε το τέλος πριν την ώρα του. Δύσκολη η ώρα του θανάτου, σαν είναι βίαιος, από ανθρώπου χέρι. Τον βάλανε σημάδι οι αντάρτες κι ένα βράδυ τον χτύπησαν με δυναμίτη. Δεν είχε άλλα θύματα, λες κι έπρεπε ένα και μοναδικό να’ ναι το θύμα. Το ίδιο βράδυ, ανοίξανε το ζαχαροπλαστείο του «Δ» και κάνανε γιουρούσι στα γλυκά. «Πεινούσαμε» θα πει αργότερα ο πρωτεξάδελφος ο Κώτσος.
Το ίδιο βράδυ, «χτύπησαν» και το μπακάλικο του «Μπ». Δίπλα στον πλάτανο. Εκεί να δεις βιασύνη, μη τους πάρει χαμπάρι ο εχθρός. Πέντ’ έξι αντάρτες τρύπωσαν στην αποθήκη βιαστικά κι άρπαξανε τη σέσουλα. Ο ένας κράταγε το σακί ανοιχτό κι ο άλλος άδειαζε, με βουλιμία, το ρύζι, το αλεύρι, τα φασόλια. Για λάδια και για βούτυρα δεν είχαν χρόνο, τους έλειπε το μέσο να τα συσκευάσουν. Άρπαξαν ό,τι μπόρεσαν, ό,τι πρόλαβαν κι η ματιά τριγύρω ερευνούσε ανήσυχη μην έρθει «ξένος», μην έρθει ο κύρης που του διαγούμιζαν το βιος. Από ντάνα σε ντουλάπι κι από ράφι σε τσουβάλι, με σβελτάδα και αγωνία, τίποτα δεν θ’ άφηναν από όσπρια, ελιές κι αλάτι και μόνο για λεφτά δεν έψαξαν-τι να τα κάνουν…Είχε το μαγαζί ηλεκτρικό, μα δεν το άναψαν-έξω γινόταν χαλασμός.
ΓΙΑ μια στιγμή, κάτι ακούνε δίπλα τους και σήκωσαν το βλέμμα βιαστικό. Δυο τρεις απ’ τους «άλλους» είχαν τρυπώσει κι αυτοί στο μεγαλομπακάλικο. Για την ίδια δουλειά και με τον ίδιο τρόπο, αλλά όχι για τον ίδιο λόγο και σκοπό. Δεν πεινούσαν οι «αστοί», ούτε συνήθιζαν να κλέβουν έτσι…ξεδιάντροπα, σαν τους αντάρτες. Δίπλα τους άδειαζαν κι αυτοί εμπόρευμα. Γέμιζαν με γρηγοράδα τα σακιά κι ούτε που ο ένας κοίταζε τον άλλο.
Μέχρι που γέμισαν τα σακιά, τα φόρτωσαν στην πλάτη και βγήκαν απ’ το μαγαζί. Όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Αντάρτες και «εθνικοί», χωρίς να κοιταχτούν στα μάτια, χωρίς να ερευνήσει καθένας τους τον άλλο για τις προθέσεις του. Κοιτάχτηκαν αστραπιαία, και ξανάπεσε στη λεία το βλέμμα. Το’ ξερε η ψυχή τους κι ήταν αρκετό. Το ζήταγε η αυτοσυντήρηση κι ήταν φυσικό. Να τσακωθούν εκεί μέσα; Κακό του κεφαλιού τους. Να σκοτωθούν, μη δεν προλάβουν; Ποιος πρώτος να τραβήξει τη σκανδάλη; Κανένας τους δεν σήκωσε το όπλο, όσο κρατούσε το διαγούμισμα του ξένου μαγαζιού. Μια δύναμη τους κράταγε καρφωμένους μιαν ανάσα τον έναν απ’ τον άλλο, έδιωχνε τη σκέψη πως έξω ήταν εχθροί, έδιωχνε και το δάχτυλο απ’ τη σκανδάλη. Και κράτησε η «ανακωχή» όσο η αρπαγή. Τέλειωσαν και οι δυο πλευρές και βγήκαν, ανήσυχοι, με γρηγοράδα. Ξεφόρτωσαν το «θησαυρό» κι αρπάξαν’ το τουφέκι. Ξανάγιναν εχθροί. Συνέχισαν «κανονικά», σαν αντιμάχοι που’ χαν για λίγο συμφιλιωθεί. Η μάχη κράτησε ως το πρωί. Λυσσώδης, όπως πάντα. Ποιος πρώτος θα φάει το λαρύγγι του άλλου, να κλάψει η μάνα του, να μαυροφορεθούν οι αδερφές. Πριν ξημερώσει, οι αντάρτες τράβηξαν για το βουνό. Την άλλη μέρα, η λεία μοιράστηκε δίκαια και φανερά. Οι «άλλοι» την εξαφάνισαν. Κατά την «ιδεολογία» του έκαστος…
ΤΟΝ κλάψαμε τον πλάτανο. Μας είχε σημαδέψει ο θάνατός του φέρνοντας μνήμες στο μυαλό. Ό,τι στον ίσκιο του περάσαμε κι είχε ριζώσει μέσα μας. Πολλά ήξερε αυτός ο γεροπλάτανος, το νιώθαμε, θα κλαίγαμε στο χαμό του, αν μας προλάβαινε. Σωριάστηκε καταγής και το πρωί μας σούβλισε η θέα την καρδιά. Στα τρία ο κορμός, τριγύρω τα κλωνάρια του πεσμένα καταγής κι ας μέχρι χτες καθένα τους έχασκε απ’ το δικό του ύψος. Γύρω κλαδάκια, φύλλα, φλούδες, ένα «γιατί» στη σκέψη μας κι ένα κεντρί να μας σουβλίζει την καρδιά. Δεν έχει γιατί, στα χρόνια εκείνα της αδερφοσφαγής, όποια κι αν είχε αιτία. Μόνο που σ’ έναν πόλεμο ελλήνων με έλληνες, σε μια συμπλοκή ντόπιων με ντόπιους, συγχωριανών που ζήσαν’ και μεγάλωσαν μαζί, όλα πονάνε πιο πολύ κι ο πόνος δεν ξεχνιέται. Ούτε ‘μολογιέται, μιας κι είναι ντροπή να καυχιέται ο ένας για κατορθώματα κι ο άλλος να μοιρολογάει γιa ό,τι μπορούσε ν’ αποφύγει. Aν, βέβαια, το μπορούσε.
thanikolaidi@hotmail.com
Το σιντριβάνι
ΔΕΝ ήταν μοναχά στολίδι. Κτίστηκε από ανάγκη το σιντριβάνι. Σχεδόν κάτω απ’ τον πλάτανο στην άκρη της μεγάλης πλατείας, λίγες εκατοντάδες μέτρα απ’ την είσοδο στην κωμόπολη. Ένας κύκλος μάρμαρα η πλευρική του επιφάνεια σε σχήμα χαμηλού κυλίνδρου και δυο βρύσες αντικριστές, να ....ρίχνουν μέρα-νύχτα το νερό, χωρίς ποτέ να το γεμίζουν. Στην «έξοδο» μια κάνουλα το φρόντιζε να μη γεμίζει ποτέ του, μα κι ούτε ν’ αδειάζει. Δεν έπλεναν εκεί νοικοκυρές, μόνο καμιά φορά τα ζώα σταματούσαν για να πιουν νερό. Δυο τρία διψασμένα βουβάλια, κατά το σούρουπο, με αργές κινήσεις και χωρίς τη βουκέντρα του κύρη τους, έπιαναν θέση τριγύρω στο σιντριβάνι, έχωναν τη μούρη στο νερό κι αρχίζαν’ να ρουφάνε. Με τον γελαδάρη τους να νιώθει ανήσυχος που δεν ήταν «νόμιμο» αυτό και τα παιδιά τριγύρω να κοιτάμε την κοιλιά τους που όλο φούσκωνε, μέχρι ν’ αδειάσει από νερό το σιντριβάνι, να μείνουν κατακάθια. Αν καμιά φορά έμενε άδειο, ήταν κακό σημάδι. Για χίλια δυο που θα συνέβαιναν ‘κείνες τις άγριες μέρες. Μόνο αν βλέπαμε νοματαίους να το καθαρίζουν μια δυο φορές το χρόνο, ησύχαζε η σκέψη. Και το’ χαμε καμάρι μικροί, μεγάλοι. Για τα «ζα», που στην ανάγκη θα ξεδίψαγαν με το θολό νερό του, για ‘κείνο το αδιάκοπο κελάρυσμα κι ας μην ήταν φυσικό κελάρυσμα πηγής στην εξοχή.
ΚΑΜΙΑ νοικοκυρά δεν έπλενε στο σιντριβάνι. Η μεγάλη μπουγάδα για τα «χοντρά» ήταν ετήσια δουλειά, τις μέρες της άνοιξης, πριν τη Λαμπρή. Με τη σκάφη στον ώμο, δυο- δυο κατέβαιναν στην άκρη του γκρεμού. Εκεί το ρέμα το μικρό, που στέρευε το καλοκαίρι κι άρχιζε δειλά να τρέχει τώρα που όλα ‘μέρευαν, μετά τον κρύο χειμώνα. Εκεί θα διάλεγαν το καθαρότερο νερό στο φυσικό γιαλάκι, θ’ απίθωναν τη σκάφη και, φορώντας το τσεμπέρι μη πέφτουν τα μαλλιά στο πρόσωπο, θα δένανε τη φούστα κόμπο λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο για να μη βραχεί και θ’ άρχιζαν την πλύση. Ύστερα αναλάμβανε ο…κόπανος. Καθώς ανεβοκατέβαινε χτυπώντας το διπλωμένο ρούχο, τη φλοκάτη, την κουβέρτα, το κιλίμι, σταματούσαμε ν’ ακούσουμε τον ήχο με την περίεργη καθυστέρηση. Μας το’ παν στο σχολειό και το κρατήσαμε. Να μετράς σε δευτερόλεπτα το χρόνο απ’ το χτύπημα ως το άκουσμα κι αυτό επί την ταχύτητα του ήχου. Το ίδιο με τον κεραυνό, με την ταχύτητα του φωτός, για να υπολογίσεις πού έπεσε.
ΨΑΡΕΥΑΜΕ στο ρέμα που τα καλοκαίρια ήταν στάσιμα τα λιγοστά νερά του χώνοντας τις χούφτες κάτω απ’ τις πέτρες, μέχρι που το δάγκωμα ενός καβουριού να μας σκίσει το δάκτυλο και να ριζώσει το φόβο στην ψυχή. Το ίδιο πάθαινες, αν ψάχνοντας για ψάρι κάτω απ’ το βράχο σου ‘γλυφε τα δάχτυλα μια νεροφίδα. Τραβιόσουν απότομα, αλλά τώρα δεν ήταν φόβος. Ήταν μια ανατριχίλα ανάκατη με αηδία στη θέα του ακίνδυνου ερπετού, που κι αυτό έφευγε τρομαγμένο, σε μια τροχιά ημιτονοειδούς καμπύλης.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ κι είχε σφυρίξει ο χωροφύλακας. Το τρίτο σφύριγμα ήταν ειδοποίηση πως θα’ κλεινε και το τελευταίο μαγαζί. Πάνω, κάτω ο χωροφύλακας κι ήταν ο νόμος ζωντανός. Ένας ψηλός, ξερακιανός, με ύφος αυστηρό, που δεν γέλασε ποτέ του. Δεν είχες κότσια ν’ αντιμιλήσεις, ν’ αντισταθείς, να αγνοήσεις την προσταγή του, να νιώσεις το βλέμμα του να σε καρφώνει.
ΤΕΛΟΣ’ κείνη τη μέρα η δουλειά, ήρθε το βράδυ, πλακώνει σε λίγο το σκοτάδι. Το φως μέχρι τις δώδεκα κι ύστερα σκότος. Τέλειωσε η μέρα, πάμε για ύπνο. Οι ΜΑΥδες στο πόστο τους, οι «αρχές» δεν ανησύχησαν για σήμερα, το κράτος δεν κοιμάται. Το’ χει χρέος του να νοιαστεί για το σήμερα και για το αύριο των ανθρώπων του. Και για την «ιδεολογία» που το τρέφει, το κρατάει ζωντανό και που να τη διαδώσει με το στανιό.
ΚΟΝΤΕΥΕ να ξημερώσει κι ήταν σίγουρο πως δεν θα χτυπούσαν οι αντάρτες. Ποιος ξέρει γιατί, χτύπησαν ξημερώματα. Χωρίς τις γνώριμες «προειδοποιητικές», χωρίς κάποιες κραυγές να σκίζουν τον αγέρα σφίγγοντας τις ψυχές και τις καρδιές να μη χωρούν στα στήθια.
ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ χτύπησαν το σιντριβάνι. Το ανατίναξαν. Το’ κάνανε κομμάτια, μαζί με την καρδιά μας. Δεν άντεξαν τα μάρμαρα τη δύναμη της έκρηξης, γίναν’ 3-4 μεγάλα κομμάτια κι άλλα μικρά που σκόρπισαν τριγύρω.
ΜΑΖΕΥΤΗΚΕ κόσμος το πρωί, με τρόμο και απορία. Το σιντριβάνι δεν υπήρχε κι ο πλάτανος δίπλα κι αυτός χίλια κομμάτια. Την άλλη μέρα, σήκωσαν τα μάρμαρα τεχνίτες, τα ένωσαν, ξανάδωσαν το αρχικό του σχήμα, περιέσφιξαν με φαρδιά μεταλλικά σιρίτια τα κομμάτια κι έφυγαν. Ποτέ του, ωστόσο, δεν ξανάγινε το σιντριβάνι το παλιό που ξέραμε, εκείνο που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο παιδικό μυαλό.
Ο πλάτανος
ΧΡΟΝΙΑ εκεί κι όλο μεγάλωνε τη σκιά του. Είδε πολλά ο πλάτανος κι άλλα τόσα είχε να δει, αν κάποιοι δεν του κόνταιναν, απότομα, μια νύχτα τη ζωή. Εκεί ξαπόσταινες, στης φυλλωσιάς τον ίσκιο, στην άκρη της πλατείας, με τα μικρά τα μαγαζιά, τα κάρα, τα φτωχόσπιτα. Εκεί σου χάιδευε τ’ αυτιά το αγέρι, γαλήνευες, όσο μπορεί το θρόισμα να γαληνέψει μια ψυχή για χίλια αγριεμένη, μέρα και νύχτα τρομαγμένη. Σου ‘μέρευε την ψυχή, μέχρι άλλα κι άλλα να την τρομάξουν.
ΜΠΟΡΕΣΕ κι άντεξε ο γεροπλάτανος, κόντρα σε μπόρες και πολέμους. Σφαίρες τον πλήγωσαν, τσεκούρια τον πελέκησαν, καρφιά του κέντησαν τη φλούδα, μα τίποτα δεν μπόρεσε την περηφάνια του να λιγοστέψει.
ΔΕΝ το’ χε η μοίρα του κι ήρθε το τέλος πριν την ώρα του. Δύσκολη η ώρα του θανάτου, σαν είναι βίαιος, από ανθρώπου χέρι. Τον βάλανε σημάδι οι αντάρτες κι ένα βράδυ τον χτύπησαν με δυναμίτη. Δεν είχε άλλα θύματα, λες κι έπρεπε ένα και μοναδικό να’ ναι το θύμα. Το ίδιο βράδυ, ανοίξανε το ζαχαροπλαστείο του «Δ» και κάνανε γιουρούσι στα γλυκά. «Πεινούσαμε» θα πει αργότερα ο πρωτεξάδελφος ο Κώτσος.
Το ίδιο βράδυ, «χτύπησαν» και το μπακάλικο του «Μπ». Δίπλα στον πλάτανο. Εκεί να δεις βιασύνη, μη τους πάρει χαμπάρι ο εχθρός. Πέντ’ έξι αντάρτες τρύπωσαν στην αποθήκη βιαστικά κι άρπαξανε τη σέσουλα. Ο ένας κράταγε το σακί ανοιχτό κι ο άλλος άδειαζε, με βουλιμία, το ρύζι, το αλεύρι, τα φασόλια. Για λάδια και για βούτυρα δεν είχαν χρόνο, τους έλειπε το μέσο να τα συσκευάσουν. Άρπαξαν ό,τι μπόρεσαν, ό,τι πρόλαβαν κι η ματιά τριγύρω ερευνούσε ανήσυχη μην έρθει «ξένος», μην έρθει ο κύρης που του διαγούμιζαν το βιος. Από ντάνα σε ντουλάπι κι από ράφι σε τσουβάλι, με σβελτάδα και αγωνία, τίποτα δεν θ’ άφηναν από όσπρια, ελιές κι αλάτι και μόνο για λεφτά δεν έψαξαν-τι να τα κάνουν…Είχε το μαγαζί ηλεκτρικό, μα δεν το άναψαν-έξω γινόταν χαλασμός.
ΓΙΑ μια στιγμή, κάτι ακούνε δίπλα τους και σήκωσαν το βλέμμα βιαστικό. Δυο τρεις απ’ τους «άλλους» είχαν τρυπώσει κι αυτοί στο μεγαλομπακάλικο. Για την ίδια δουλειά και με τον ίδιο τρόπο, αλλά όχι για τον ίδιο λόγο και σκοπό. Δεν πεινούσαν οι «αστοί», ούτε συνήθιζαν να κλέβουν έτσι…ξεδιάντροπα, σαν τους αντάρτες. Δίπλα τους άδειαζαν κι αυτοί εμπόρευμα. Γέμιζαν με γρηγοράδα τα σακιά κι ούτε που ο ένας κοίταζε τον άλλο.
Μέχρι που γέμισαν τα σακιά, τα φόρτωσαν στην πλάτη και βγήκαν απ’ το μαγαζί. Όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Αντάρτες και «εθνικοί», χωρίς να κοιταχτούν στα μάτια, χωρίς να ερευνήσει καθένας τους τον άλλο για τις προθέσεις του. Κοιτάχτηκαν αστραπιαία, και ξανάπεσε στη λεία το βλέμμα. Το’ ξερε η ψυχή τους κι ήταν αρκετό. Το ζήταγε η αυτοσυντήρηση κι ήταν φυσικό. Να τσακωθούν εκεί μέσα; Κακό του κεφαλιού τους. Να σκοτωθούν, μη δεν προλάβουν; Ποιος πρώτος να τραβήξει τη σκανδάλη; Κανένας τους δεν σήκωσε το όπλο, όσο κρατούσε το διαγούμισμα του ξένου μαγαζιού. Μια δύναμη τους κράταγε καρφωμένους μιαν ανάσα τον έναν απ’ τον άλλο, έδιωχνε τη σκέψη πως έξω ήταν εχθροί, έδιωχνε και το δάχτυλο απ’ τη σκανδάλη. Και κράτησε η «ανακωχή» όσο η αρπαγή. Τέλειωσαν και οι δυο πλευρές και βγήκαν, ανήσυχοι, με γρηγοράδα. Ξεφόρτωσαν το «θησαυρό» κι αρπάξαν’ το τουφέκι. Ξανάγιναν εχθροί. Συνέχισαν «κανονικά», σαν αντιμάχοι που’ χαν για λίγο συμφιλιωθεί. Η μάχη κράτησε ως το πρωί. Λυσσώδης, όπως πάντα. Ποιος πρώτος θα φάει το λαρύγγι του άλλου, να κλάψει η μάνα του, να μαυροφορεθούν οι αδερφές. Πριν ξημερώσει, οι αντάρτες τράβηξαν για το βουνό. Την άλλη μέρα, η λεία μοιράστηκε δίκαια και φανερά. Οι «άλλοι» την εξαφάνισαν. Κατά την «ιδεολογία» του έκαστος…
ΤΟΝ κλάψαμε τον πλάτανο. Μας είχε σημαδέψει ο θάνατός του φέρνοντας μνήμες στο μυαλό. Ό,τι στον ίσκιο του περάσαμε κι είχε ριζώσει μέσα μας. Πολλά ήξερε αυτός ο γεροπλάτανος, το νιώθαμε, θα κλαίγαμε στο χαμό του, αν μας προλάβαινε. Σωριάστηκε καταγής και το πρωί μας σούβλισε η θέα την καρδιά. Στα τρία ο κορμός, τριγύρω τα κλωνάρια του πεσμένα καταγής κι ας μέχρι χτες καθένα τους έχασκε απ’ το δικό του ύψος. Γύρω κλαδάκια, φύλλα, φλούδες, ένα «γιατί» στη σκέψη μας κι ένα κεντρί να μας σουβλίζει την καρδιά. Δεν έχει γιατί, στα χρόνια εκείνα της αδερφοσφαγής, όποια κι αν είχε αιτία. Μόνο που σ’ έναν πόλεμο ελλήνων με έλληνες, σε μια συμπλοκή ντόπιων με ντόπιους, συγχωριανών που ζήσαν’ και μεγάλωσαν μαζί, όλα πονάνε πιο πολύ κι ο πόνος δεν ξεχνιέται. Ούτε ‘μολογιέται, μιας κι είναι ντροπή να καυχιέται ο ένας για κατορθώματα κι ο άλλος να μοιρολογάει γιa ό,τι μπορούσε ν’ αποφύγει. Aν, βέβαια, το μπορούσε.
1 σχόλια:
-
Παρα πολυ ομορφη διηγηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου