Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2011
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ... ΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΝΑΜΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΡΥΜΑΓΔΟ ΤΗΣ "ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗΣ"
Η τρομοκρατία είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας να ενσωματωθούν οι μειονότητες
Σαν σήμερα πριν έξι χρόνια, στις 7 Ιουλίου 2005, ισλαμιστές βομβιστές αυτοκτονίας επιτέθηκαν στα μέσα μαζικής μεταφοράς του Λονδίνου. Ανατίναξαν τρία υπόγεια τρένα και ένα λεωφορείο, σκοτώνοντας 52 ανθρώπους και αφήνοντας ένα έθνος να ψάχνει για απαντήσεις.
Κατά μία έννοια, το νόημα της 7ης Ιουλίου είναι τόσο ξεκάθαρο για τους Βρετανούς όσο αυτό της 9ης Σεπτεμβρίου είναι για τους Αμερικανούς. Επρόκειτο για μια άγρια, βάναυση επίθεση, η οποία αποσκοπούσε στο να προκαλέσει πανδαιμόνιο και τρόμο. Η ερώτηση που στοιχειώνει το Λονδίνο, είναι η εξής: γιατί τέσσερις άνδρες, οι οποίοι μεγάλωσαν στη Βρετανία, υποστήριξαν με τόσο φανατισμό ένα δολοφονικό, μεσαιωνικό δόγμα;
Οι βρετανικές αρχές κατέβαλαν πολύ κόπο, για να καταλάβουν πως απέκτησαν οι τρομοκράτες αυτά τα διεστραμμένα ιδεώδη, πως «ριζοσπαστικοποιήθηκαν». Αμέσως μετά το συμβάν, χύθηκε πολύ μελάνι για το ρόλο των εξτρεμιστών ιμάμηδων και των «ακραίων» τζαμιών. Στην συνέχεια, η προσοχή στράφηκε στα πανεπιστήμια, που φαίνεται πως λειτουργούν και ως κέντρα στρατολόγησης τρομοκρατών.
Όμως αυτή η έμμονη ιδέα με την «ριζοσπαστικοποίηση» δεν βοηθά. Η πραγματική ερώτηση, όμως, δεν είναι πως «ριζοσπαστικοποιήθηκε» ο αρχηγός των βομβιστών, ο Μοχάμεντ Σιντίκ Καν, αλλά γιατί τόσοι κατά τεκμήριο έξυπνοι και καλλιεργημένοι νέοι βρίσκουν αυτή τη βίαιη και αντιδραστική ιδεολογία τόσο γοητευτική. Για να απαντήσουμε, δεν αρκεί να κοιτάξουμε μόνο προς τους φανατικούς ιερείς ή τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, αλλά πρέπει να επικεντρωθούμε στη πολιτική, και κυρίως στην αποτυχημένη πολιτική της μετάβασης σε μια πολύ- πολιτισμική κοινωνία.
Ο πολύ-πολιτισμός είναι ένα θλιβερό, ευρωπαϊκό ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Διάφοροι λαϊκιστές πολιτικοί, από τον Ολλανδό Γκέερτ Βίλντερς ως τον Σουηδό Τζίμι Άκεσον, κερδίζουν πολλές εκλογικές ψήφους, καλλιεργώντας το φόβο για τον πολύ-πολιτισμό. Αλλά και οι πιο «κεντρώοι» πολιτικοί δεν πάνε πίσω. Ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον της Βρετανίας και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ της Γερμανίας εκφώνησαν πρόσφατα σκληρά επικριτικούς λόγους για το θέμα, και η κυβέρνηση της Δανίας αποφάσισε, τον προηγούμενο μήνα, να πετάξει στα σκουπίδια την επί δεκαετιών πολιτική του πολύ-πολιτισμού.
Το επίκεντρο αυτής της κριτικής, βέβαια, δεν είναι ο πολύ-πολιτισμός, αλλά η μετανάστευση και οι μετανάστες - ειδικά οι Μουσουλμάνοι. Ο κύριος Βίλντερς, επικεφαλής του Κόμματος της Ελευθερίας, τρίτου μεγαλύτερου στην Ολλανδία, έκανε καμπάνια για τον τερματισμό της μετανάστευσης στη χώρα όλων των μη Δυτικών, την απαγόρευση των τζαμιών και την απαγόρευση της διδασκαλίας του Κορανίου. Ο κύριος Άκεσον, του οποίου το ακροδεξιό κόμμα κέρδισε 20 θέσεις στις περσινές κοινοβουλευτικές εκλογές, χαρακτηρίζει τη μετανάστευση ως τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η Σουηδία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κεντρώοι, αντί να απαντήσουν κατακρίνοντας αυτή την προκατάληψη, υιοθέτησαν τα επιχειρήματα της δεξιάς, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν τις ψήφους τους.
Ωστόσο, η μετανάστευση έχει βοηθήσει τη Δυτική Ευρώπη οικονομικά και πολιτισμικά. Οι πολιτικές, όμως, για τη διαχείριση της μετανάστευσης είναι σκέτη αποτυχία. Ας δούμε τις εμπειρίες της Βρετανίας και της Γερμανίας, που ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους προς την πολυπολιτισμικότητα, και θα καταλάβουμε γιατί.
Πριν από 30 χρόνια, η Βρετανία ήταν πολύ διαφορετική απ΄ ότι σήμερα. Ο ρατσισμός ήταν πανταχού παρών και ιδιαίτερα βίαιος. Οι ξυλοδαρμοί Πακιστανών και άλλων Βρετανών με σκουρόχρωμο δέρμα ήταν εθνικό σπορ σε πολλές περιοχές. Οι διακρίσεις στον εργασιακό χώρο ήταν ενδημικές και η αστυνομική βαρβαρότητα καθημερινή υπόθεση. Η αντίδραση στην καταπίεση αυτή κορυφώθηκε με τις εξεγέρσεις στο Λονδίνο, το Λίβερπουλ, το Μπέρμιγχαμ, το Μπρίστολ και άλλες πόλεις της Βρετανίας το '70 και το '80.
Η βρετανική κυβέρνηση ανέπτυξε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Η Βρετανία χωρίστηκε στην πράξη σε διάφορους εθνικούς «θύλακες»: Μουσουλμάνοι, Σιχ, Ινδουιστές, Αφρικανοί, Τζαμαϊκανοί και πάει λέγοντας. Τα δικαιώματα των μειονοτήτων έναντι της κοινωνίας καθορίζονταν από το εθνικό «κουτάκι» στο οποίο ανήκαν. Η πολιτική ισχύς και οι οικονομικοί πόροι διανέμονταν με βάση την εθνότητα.
Η νέα πολιτική δεν ενίσχυε τα άτομα, αλλά ενίσχυε την εξουσία των λεγόμενων «κοινοτικών ηγετών»: συχνά αυτοί ήταν οι πιο συντηρητικές φωνές των μειονοτήτων, που χρωστούσαν τα αξιώματα και την επιρροή τους στην σχέση τους με το κράτος. Έτσι, αν και οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως λιγότερο από 10% των Βρετανών Μουσουλμάνων πίστευε πως το Μουσουλμανικό Συμβούλιο, που ιδρύθηκε στην δεκαετία του '80, απηχούσε τις απόψεις τους, η βρετανική κυβέρνηση το αντιμετώπισε σαν επίσημο εκπρόσωπο όλης της κοινότητας.
Έτσι, οι πολιτικοί μπορούσαν να μην ασχολούνται άμεσα με τις μειονότητες, αναθέτοντας όλη τη δουλειά σε - πολλές φορές αντιδραστικούς - «κοινοτικούς ηγέτες». Η πολιτική αυτή οδήγησε τελικά στην αναβάθμιση των ισλαμιστικών ιδεών μέσα στις γειτονιές, ενώ άλλα, πιο προοδευτικά κινήματα βρέθηκαν στο περιθώριο. Σήμερα «ριζοσπάστης» (radical) είναι ο φανατικός ισλαμιστής: πριν 30 χρόνια ήταν το αντίθετο, ο «κοσμικός» πολίτης που πολεμούσε εξίσου ενάντια στον ρατσισμό του δρόμου και την εξουσία των τζαμιών.
Πολλοί βρετανοί μουσουλμάνοι δεύτερης γενιάς βρίσκουν τον εαυτό τους να απομακρύνεται εξίσου από τις θρησκευτικές παραδόσεις των γονιών τους, όσο και από την ευρύτερη βρετανική κοινωνία που τους αντιμετωπίζει απλα σαν Μουσουλμάνους. Μερικοί εξ αυτών ελκύονται από τις εξτρεμιστικές ισλαμιστικές ομάδες, όπου ανακαλύπτουν μια αίσθηση ταυτότητας και συμμετοχής. Τότε ανοίγει ο δρόμος προς την «ριζοσπαστικοποίηση».
Μια παρόμοια διεργασία έλαβε χώρα και στην Γερμανία. Οι μεταπολεμικοί μετανάστες, πρωτίστως Τούρκοι, δεν ήρθαν σαν μελλοντικοί πολίτες, αλλά σαν «γκασταρμπάιτερ», φιλοξενούμενοι εργάτες. Με τον καιρό όμως οι μετανάστες έγιναν απαραίτητοι, καθώς η Γερμανία συνέχισε να βασίζεται στην εργασία τους, αλλά και οι ίδιοι - και κυρίως τα παιδιά τους - άρχισαν να βλέπουν την Γερμανία σαν την πατρίδα τους.
Το γερμανικό κράτος, ωστόσο, συνέχισε να τους βλέπει σαν ξένους και να τους αρνείται την υπηκοότητα. Σε αντίθεση με τα όσα ισχύουν στην Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Γαλλία, η γερμανική υπηκοότητα στηρίζεται στο «δίκαιο του αίματος»: χορηγείται αυτόματα μόνο στα παιδιά με Γερμανούς γονείς. Έτσι η Γερμανία έχει σήμερα κάπου τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους τουρκικής καταγωγής, πολλοί από τους οποίους γεννήθηκαν εκεί, αλλά λιγότερο από το 25% έχει καταφέρει να πάρει την υπηκοότητα. Και αφού δεν τους δίνουν υπηκοότητα, οι Γερμανοί βρήκαν την λύση στο«Τουρκικό πρόβλημα» στην πολύ-πολιτισμικότητα.
Αντί να τους κάνει Γερμανούς πολίτες με πλήρες «στάτους», το κράτος «επέτρεψε» στους μετανάστες να διατηρήσουν την γλώσσα, την κουλτούρα και τους τρόπους ζωής τους. Μια συνέπεια ήταν η δημιουργία «παράλληλων κοινοτήτων»: αποκομμένοι από την Τουρκία, οι Τούρκοι της Γερμανίας στράφηκαν όλο και περισσότερο προς το εσωτερικό. Σήμερα το εν τρίτον από αυτούς πηγαίνει τακτικά στο τζαμί- το μεγαλύτερο ποσοστό στην δυτική Ευρώπη και μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό ορισμένων περιοχών της Τουρκίας. Η αυξανόμενη απομόνωση πολλών Τούρκων της Γερμανίας τους κάνει πιο «ανοιχτούς» στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό. Γι' αυτό και η περισνή αποκάλυψη Γερμανών «ιερών πολεμιστών» που μάχονταν στο Αφγανιστάν ενάντια στο ΝΑΤΟ δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη.
Η πολυπολιτισμικότητα λοιπόν μπορεί να μην γέννησε το «μάχιμο» Ισλάμ ούτε στη Βρετανία, ούτε στην Γερμανία, αλλά συνέβαλε σίγουρα στην δημιουργία χώρου γι' αυτό μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες. Η πρόκληση γα την Ευρώπη, λοιπόν, είναι πως θα απορρίψει την πολυπολιτισμικότητα σαν στρατηγική, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα την διαφορετικότητα που φέρνει η μετανάστευση σε κάθε κοινωνία. Καμιά χώρα δεν τα έχει καταφέρει ως τώρα. Και δεν υπάρχει σίγουρη λύση. Όμως η επέτειος της 7/7 πρέπει να μας υπενθυμίζει πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος, αν δεν το πετύχουμε.
* Ο Κέναν Μαλίκ είναι βρετανός συγγραφέας
ΤΟ ΒΗΜΑ / ΠΗΓΗ: The New York Times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου